Το καταφύγιο 2: Το μονοπάτι του πάγου (2017) review
Το «Καταφύγιο 2» είναι μια ελληνική ταινία μεταφυσικού τρόμου, σε σενάριο Παναγιώτη Ιωσηφέλη και σκηνοθεσία από τον Χρήστο Νικολέρη που το 2010 μας είχε δώσει το ρομαντικό δράμα «Κανένας».
Τη στιγμή που συντάσσω το παρόν review, το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου παρακολούθησα το «Καταφύγιο», είναι ακόμη εν εξελίξει.
Εύχομαι ολόψυχα η ταινία να διακριθεί και να αποσπάσει το βραβείο του κοινού, αν και κρίνοντας από την προσέλευση και τις αντιδράσεις του κοινού θεωρώ ότι βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτό τον στόχο.
Καταρχάς οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι παρά τον τίτλο του, δεν πρόκειται για κάποιο sequel.
Αυτό είναι το πρώτο μέρος του franchise, αν και ο σεναριογράφος μας ενημέρωσε στο τέλος της προβολής ότι θα υπάρξει και prequel (Το καταφύγιο Ι), που όποιος παρακολούθησε το παρόν μέρος μπορεί να υποψιαστεί με τι περίπου θα ασχολείται.
«Το καταφύγιο», στο οποίο αναφέρεται η υπόθεση, τοποθετείται εντός του δάσους του Χορτιάτη Θεσσαλονίκης.
Εκεί καταφεύγει μία ομάδα σκληροτράχηλων ληστών που έχουν σκοτώσει έναν αστυνομικό κατά τη διάρκεια της ληστείας τους.
Στην πορεία μαθαίνουμε ότι οι δυο από αυτούς αποσχίστηκαν από την ομάδα επιχειρώντας να κρατήσουν τη λεία για την πάρτη τους, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να λάβει χώρα μια σύγκρουση και ανθρωποκυνηγητό μεταξύ τους.
Εν μέσω αυτής της υποπλοκής, γνωρίζουμε τους νεαρούς πρωταγωνιστές της ιστορίας μας, που τους υποδύονται οι: Κίκα Ζαχαριάδου, Βίκη Μαιντανόγλου, Γιώργος Σπανιάς και Άρης Αντονόπουλος.
Πρόκειται για μια παρέα που αρέσκεται στο να επιδίδεται σε εξορμήσεις στη φύση, χωρίς να έχει μαζί της κινητά τηλέφωνα.
Ωστόσο μια από τις κοπέλες παραβαίνει τον κανόνα και παίρνει μαζί της την smartphone συσκευή της, η οποία αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη στη συνέχεια.
Κάποια στιγμή, ένα από τα δύο αγόρια τραυματίζεται πέφτοντας σε μια τρύπα που έχει σκαφτεί στο έδαφος και έτσι η παρέα μεταφέρεται εσπευσμένα στο καταφύγιο προκειμένου να περιμένει την ομάδα διάσωσης.
Εκεί όμως κρύβεται και ένας από τους ληστές που αναφέραμε στην αρχή, μαζί με τη λεία της ληστείας.
Και πάνω που νομίζεις ότι θα παρακολουθήσεις ένα τυπικό σλάσερ, οι αναφορές για ένα εφιαλτικό πλάσμα που ονομάζεται «λάμια» και κατοικεί στο δάσος, δίνουν και παίρνουν από το πρώτο κιόλας λεπτό της προβολής.
Το εφιαλτικό πλάσμα εγκλωβίζει την παρέα μέσα στο καταφύγιο και επιτίθεται στα θύματά του, αφαιρώντας τα μάτια τους και σκοτώνοντάς τους, ενώ προς το τέλος ενημερωνόμαστε σχετικά με το μυθολογικό υπόβαθρο και τον θρύλο του.
Οι ερμηνείες κυμαίνονται σε αρκετά καλά επίπεδα, από πρωταγωνιστές που κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων σπούδαζαν ήδη σε κινηματογραφικές σχολές, με αποτέλεσμα να ξεφεύγουν αρκετά από τον ερασιτεχνισμό στο παίξιμό τους.
Αξίζει να αναφερθεί ότι σε αντίθεση με πολλές σύγχρονες ελληνικές παραγωγές, η άρθρωση των ηθοποιών είναι καθαρή.
Προσωπικά έχω βαρεθεί να βλέπω Έλληνες ηθοποιούς να ερμηνεύουν μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια τους ενδεχομένως διότι αυτό έχει επικρατήσει να αποτελεί «ποιότητα» στις μέρες μας.
Οι συντελεστές μας ενημέρωσαν στο Q & A που ακολούθησε την προβολή ότι επρόκειτο για μια ερασιτεχνική απόπειρα, μηδενικού προϋπολογισμού.
Ωστόσο η δουλειά τους είναι τόσο προσεγμένη και τόσο επαγγελματική, που δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από τις αντίστοιχες αμερικάνικες παραγωγές του είδους.
Ακόμη και οπτικά εφέ υπάρχουν, τα οποία είναι αρκετά δυνατά και πειστικά.
Κάνουν την εμφάνισή τους στην κορύφωση της δράσης και απογειώνουν το όλο αποτέλεσμα.
Μία μικρή ένσταση έχω στη σκηνή της «λύσης» του δράματος (η οποία στη συγκεκριμένη ταινία δεν ταυτίζεται με αυτή της κορύφωσης).
Η συγκεκριμένη σκηνή όπου η πρωταγωνίστρια έρχεται αντιμέτωπη με τη Λάμια, δεν περιλαμβάνει κανένα οπτικό εφέ, ενώ στις αντίστοιχες μεταφυσικές ταινίες του εξωτερικού έχουμε συνηθίσει ότι αυτού του είδους οι αναμετρήσεις έχουν μια κάπως πιο φαντασμαγορική κατάληξη.
Και δεν είναι ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν, εφόσον όπως προείπα είχε προηγηθεί μια σκηνή κορύφωσης που τα εφέ της ήταν καλοδουλεμένα.
Αν λοιπόν είχε προστεθεί ένα οποιοδήποτε οπτικό εφέ που να καθιστούσε και τη λύση του δράματος πιο «παραμυθένια», όλοι θα μιλούσαν για ένα εξαιρετικό b-movie, αντάξιο αυτών του εξωτερικού.
Θα κλείσω αναφέροντας το πιο δυνατό κατ’ εμέ χαρτί της ταινίας, που είναι ο ρυθμός της.
Τα περίπου 90 λεπτά που διήρκεσε ήταν τόσα, όσα έπρεπε.
Σε κανένα σημείο δεν παρατήρησα να γίνεται κάποια κοιλιά στην αφήγηση.
Οι συντελεστές καταφέρνουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο.
Χάρηκα αφάνταστα επίσης που είδα τον σεναριογράφο να δηλώνει ότι ο τρόμος είναι πλέον «εμπορικό είδος».
Αυτό είναι ελπιδοφόρο για τον ελληνικό κινηματογράφο και κυρίως για εμάς τους horroράδες.
Το Καταφύγιο ΙΙ, είναι ένα μεταφυσικό b-movie που προσφέρει το καλύτερο που μπορεί με τα περιορισμένα μέσα που διαθέτει.
Νομίζω ότι αξίζει την προσοχή όλων μας.
Δείτε το άφοβα και φοβηθείτε ελεύθερα.
Βασίλης Γιαννάκης.
Post a Comment