Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ - The House That Jack Built (2018) review
Το enfant terrible του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου επέστρεψε μετά από πενταετή απουσία και παραδίδει στο κοινό του την πιο βίαιη και σαδιστική δημιουργία της καριέρας του.
Αφού παρομοιάσει τον φόνο με την τέχνη, ο αμετανόητος Lars von Trier επί δυόμιση ώρες ξερνάει τις πιο παρανοϊκές του σκέψεις σε μια αμφιλεγόμενη ταινία με έντονη αυτοαναφορά.
Πέντε χρόνια μετά τις περιπέτειες της γυναίκας με την ακόρεστη σεξουαλική «όρεξη» στο “Nymphomaniac”, o Lars von Trier επιστρέφει για να μας μιλήσει για έναν ψυχαναγκαστικό και αμετροεπή serial killer με «καλλιτεχνικές» ανησυχίες.
Χωρισμένο σε 5 μακροσκελή κεφάλαια και έναν επίλογο, το “The House That Jack Built” πατάει πάνω σε έναν καυστικό voice-over σχολιασμό του ίδιου του δολοφόνου που εξισώνει την δολοφονική του μανία με την τέχνη, όσο η τεράστια εγωπάθεια και έπαρση του προκαλεί δυσφορία.
Ο Matt Dillon (Going In Style) γίνεται ο Jack του τίτλου, ένας παρανοϊκός δολοφόνος με έντονο αίσθημα ανωτερότητας και επίγνωση της ψυχοπαθούς συμπεριφοράς του.
Στην αφήγηση του, διάρκειας 150+ λεπτών, θα κάνει μια ενδελεχή αναδρομή σε πέντε φονικά τις καριέρας του που τον στιγμάτισαν.
Εμφανέστατα με κάθε φόνο ο εγωισμός του θα τρέφεται και κάπου στα μισά του φιλμ, ο ψυχαναγκαστικός εκτελεστής θα αφεθεί στον κύκλο της βίας που άνοιξε, θα αυτοαποκαλείται “Mr. Sophistication” και θα θεωρεί τους φόνους του μορφή έκφρασης.
Ο πρώτος του φόνος θα είναι, ας πούμε, «φυσικό επακόλουθο».
Πρώτο θύμα του η Uma Thurman (The Brits Are Coming) που υποδύεται μια φλύαρη, προσβλητική γυναίκα που θα βρεθεί τυχαία στο δρόμο του.
Ο Trier κάνει αφετηρία του επικείμενου μακελειού έναν φόνο τόσο αστεία δικαιολογημένο που μέσα στην ακραία φύση της ταινίας μοιάζει λογικός.
Η δίψα του Jack θα ξυπνήσει και από εδώ και πέρα η κάθε μια δολοφονία θα αποτελεί καλλιτεχνική πράξη.
Στην αρχή θα τραβάει φωτογραφίες και θα συλλέγει τα πτώματα.
Έπειτα θα εκμεταλλεύεται την νεκρική δυσκαμψία και θα φτιάχνει αγάλματα με τις σάρκες.
Τα σαδιστικά ένστικτα του Jack, κεφάλαιο με το κεφάλαιο θα θεριεύουν, τα θύματα του θα περιλαμβάνουν από «χαζές» γυναίκες (όπως τις αποκαλεί) μέχρι παιδιά και φόνο με τον φόνο ο ίδιος θα γίνεται πιο παράτολμος και ευρηματικός.
Μετά το τέλος της αναδρομής της «καριέρας» του Jack θα έρθει ένας α λα “Antichrist” σουρεαλιστικός επίλογος.
Εκείνη τη στιγμή είναι που θα καταλάβεις ότι το “The House That Jack Built” είναι η ρετροσπεκτίβα της φιλμογραφίας του Δανού.
Ο Jack είναι ο ίδιος ο Trier, ένας υπερφίαλος, ψυχαναγκαστικός καλλιτέχνης.
Οι φόνοι συμβολίζουν τις ταινίες του, ακραίες μα πιο ήσυχες στην αρχή, μια δόση πιο βίαιες κάθε επόμενη φορά για να φτάσουν στο peak τους με αυτό εδώ το γκροτέσκο δημιούργημα που αφήνει τον σαδισμό να ξεχειλίσει με κάθε δυνατό τρόπο.
Παρόλη την αμφιλεγόμενη παραστατικότητα της γραφική βίας και την πομπώδη τάση του να προκαλεί, ο Lars von Trier συνεχίζει να είναι ένας ολόσωστος σκηνοθέτης στο πρακτικό κομμάτι.
Τεμαχίζει ξανά την ταινία του σε κεφάλαια, το μοντάζ του είναι εξαιρετικό, τα πλάνα και η φωτογραφία του σωστά, οι ευρηματικές παρεμβάσεις λειτουργούν ωραία είτε με χρήση animation, είτε με κείμενα, είτε με άσχετα πλάνα που συνδέει εννοιολογικά με τον μονόλογο του δολοφόνου.
Ο αγέραστος Dillon χάνεται μέσα στον άρρωστο ψυχισμό του ήρωα του σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας.
Κερασάκι στην τούρτα το πάντα εύστοχο soundtrack του Trier, με το “Fame” του Bowie στο repeat και ένα φινάλε με το τόσο προβλέψιμο, μα και τόσο ξαφνικό “Hit the Road Jack”.
Αν η εξουθενωτική διάρκεια της ταινίας δεν σε έχει εξοντώσει, ίσως το τραγουδήσεις κιόλας.
Στις Κάννες το αμφιλεγόμενο “The House That Jack Built” ώθησε περίπου 100 παρευρισκόμενους να φύγουν από την αίθουσα λόγω της «αηδιαστικής» παραστατικότητας του.
Για μια ακόμα φορά προκλητικός και αντικομφορμιστής, ο Lars von Trier επιβεβαιώνει τον τίτλο του enfant terrible με μια ταινία που απευθύνεται σε θεατές με γερό στομάχι και επίγνωση του τι θα δουν.
Δεν είναι με τίποτα το καλύτερο κομμάτι της σπουδαίας φιλμογραφίας ενός επαναστατικού σκηνοθέτη, αλλά είναι ένα η πρώτη φορά που αφήνει τον θεατή να μπει μέσα στο κεφάλι του.
Μετά το τέλος της ταινίας απλά καταλαβαίνεις ότι ο Trier είναι ένας αμετανόητος τύπος που ζητάει συγνώμη στους επικριτές της τέχνης του όσο τους δείχνει το μεσαίο του δάχτυλο.
Στους κινηματογράφους από 11 Οκτωβρίου.
FilmBoy.
Post a Comment