Cell review
Ένα παράξενο ηχητικό σήμα που εκπέμπεται από τα κινητά τηλέφωνα μετατρέπει τους ανθρώπους σε αιμοδιψή ζόμπι.
Ένας καλλιτέχνης που σχεδιάζει κόμικ (John Cusack, Love & Mercy) και ένας συνταξιούχος (Samuel L. Jackson, Miss Peregrine's Home for Peculiar Children) μάχονται για την επιβίωσή τους.
Ο πρώτος μάλιστα αναζητά την επανασύνδεση με τον γιο του που μένει στη Νέα Αγγλία.
Η ταινία βασίζεται σε βιβλίο του μεγάλου Stephen King που κυκλοφόρησε το 2006 και φέτος – δέκα χρόνια μετά - μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Tod Williams.
Πριν καν δω την ταινία:
Έχω διαβάσει πολλά βιβλία του Stephen King και έχω δει όλες τις κινηματογραφικές μεταφορές τους που έχουν γίνει μέχρι τώρα.
Το The Cell δεν συμπεριλαμβάνεται στα έργα του μεγάλου συγγραφέα που έχω διαβάσει – αν και λίγο έλειψε κάποτε - γεγονός που ίσως αποδειχτεί θετικό, γιατί μπορώ να κρίνω την ταινία ως ταινία και όχι ως μεταφορά.
Ωστόσο δεν μπορώ να παραβλέψω την άδικη γκρίνια που εισπράττουν συνήθως οι μεταφορές των βιβλίων του King, τόσο από τους αναγνώστες του, όσο και από τους θεατές των σινεμά.
Το μόνιμο παράπονο των αναγνωστών είναι ότι δεν πρόκειται για ταινίες που αποδίδουν πιστά τα αντίστοιχα βιβλία γιατί λέει «δεν περιέχουν όλη την πλοκή».
Και ρωτάω: Πώς είναι δυνατόν να «χωρέσει» μια πλοκή ενός συγγράμματος 400 ή 500 σελίδων μέσα σε μια ταινία που διαρκεί μόλις 1,5-2 ώρες;
Αναγκαστικά οι σεναριογράφοι πρέπει να κόψουν αρκετά από τα στοιχεία της πλοκής.
Γι’ αυτό ίσως από τους φαν του King οι καλύτερες μεταφορές των έργων του είναι είτε οι κινηματογραφικές που βασίζονται σε νουβέλες (σαφώς μικρότερες σε μέγεθος από τα μυθιστορήματα του) είτε οι τηλεοπτικές μίνι σειρές όπως είναι το It (1990) και πιο πρόσφατα το Bag of Bones (2011), οι οποίες όμως διαρκούν συνολικά περισσότερο από 4 ώρες!
Από την άλλη υπάρχουν οι κινηματογραφικοί φαν, οι οποίοι μη έχοντας διαβάσει τα βιβλία του King και παρακολουθώντας μόνο τη μεταφορά τους, απορούν πώς είναι δυνατόν να έχουν προκαλέσει αίσθηση αυτές οι ιστορίες, τη στιγμή που ως οπτικοποιημένες εκδοχές δεν διαφοροποιούνται ισχυρά από τις υπόλοιπες ταινίες τρόμου.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι ότι ο Stephen King σαν συγγραφέας είναι μαέστρος στη γραφή και η γραφή είναι κάτι που με τίποτα δεν μπορεί να αποδοθεί σε μία ταινία.
Ο King έχει το χάρισμα να σε κάνει να ενδιαφερθείς ακόμη και για τα πιο βαρετά, κλισεδιάρικα και ανούσια στοιχεία των ιστοριών που γράφει.
Στον κινηματογράφο όπου μοιραία δεν υπάρχει η γραφή για αναδείξει την ιστορία, είναι αναμενόμενο ότι τα κλισέ θα αναδειχτούν περισσότερο.
Με βάση τα παραπάνω, θα είμαι ανεπηρέαστος από τη γκρίνια που χρόνια τώρα έχω κουραστεί για τις ταινίες που βασίζονται σε ιστορίες του King και που προέρχεται τόσο από τους αναγνώστες, όσο και από τους σινεφίλ.
Μετά τη θέαση της ταινίας:
Έχω δει πολύ καλύτερες μεταφορές του συγγραφέα για να είμαι ειλικρινής.
Αυτή δεν ήταν τελικά από τις καλές.
Η ιστορία ακούγεται πολλά υποσχόμενη, η ιδέα ότι τα ζόμπι δημιουργούνται από τις τηλεπικοινωνίες είναι εξαιρετική, το ίδιο και η εντυπωσιακή μυθολογία που κρύβεται από πίσω και μας αποκαλύπτεται σταδιακά.
Τι πήγε λοιπόν στραβά;
Στραβά πήγε το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω στοιχεία έχουν την μορφή πληροφοριών που ανταλλάσσουν οι πρωταγωνιστές κατά τις συζητήσεις τους και δεν τα «βλέπουμε» παρά μόνο τα «ακούμε» να τα λένε.
Αν κάποιος παρακολουθήσει την ταινία χωρίς ήχο, θα διαπιστώσει ότι το σύνολο των πλάνων συνθέτουν ένα παρωχημένο zombie-movie που είναι τίγκα στα κλισέ.
Διότι δεν θα έχει έτσι τη δυνατότητα να ανακαλύψει την πλούσια μυθολογία που κρύβεται από πίσω.
Απαιτούνταν κατά τη γνώμη μου περισσότερο «showing» παρά «telling» προκειμένου να αναδειχτεί το όλο σύνολο.
Επίσης θα πω κάτι που θα δυσαρεστήσει αυτούς που –κλασικά- διαμαρτύρονται ότι η ταινία δεν περιέχει όλη την πλοκή του βιβλίου:
Έπρεπε να περιλαμβάνει ΑΚΟΜΗ πιο λίγη πλοκή από αυτό, διότι έτσι όπως προβλήθηκε, εμφανίζεται μπουκωμένη από τα γεγονότα, χωρίς να μπορεί να τα τονίσει για να προκαλέσουν τη δέουσα προσοχή.
Αλγεινή εντύπωση μου προκάλεσε επίσης η σχεδόν επιδεικτική απουσία gore, παρά το γεγονός ότι το Cell είναι μια R-rated παραγωγή (γεγονός που μάλλον οφείλεται μόνο στο λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται).
Όχι ότι λυσσάω για gore and guts, αλλά όπως και να έχει το πράγμα, ταινία με ζόμπι βλέπουμε.
Όλο και κάποια αιματηρή σκηνή θα υπάρχει σε μια τέτοια ταινία.
Νομίζω ότι η εταιρία παραγωγής παρασύρθηκε από το γεγονός ότι ο King σαν συγγραφέας διαπρέπει στα μεταφυσικά θρίλερ, τα οποία όταν οπτικοποιούνται, εκ των πραγμάτων δεν είναι τόσο αιματηρά όσο μια ταινία με ζόμπι.
Ακόμη κι έτσι όμως, το να βλέπω στην αρχή της ταινίας τα ζόμπι να τρώνε ανθρώπους και να μην υπάρχει ούτε ίχνος αίματος, είναι κάτι αντιαισθητικό.
Βέβαια από την άλλη, το γεγονός ότι η μεταφορά βασίζεται σε best-seller ενός ταλαντούχου συγγραφέα, έχει ως αποτέλεσμα το μπάτζετ να εμφανίζεται αρκετά υψηλό και να μπορούμε να απολαμβάνουμε επιβλητικά σκηνικά αποκάλυψης.
Και πάλι όμως: Δεν ήταν ανάγκη να πρωταγωνιστούν οι Cusack και Jackson εφόσον δεν υπήρχε κάποια σεναριακή αναλαμπή που να δικαιολογεί την «ηχηρότητα» των ονομάτων τους.
Σίγουρα οι ερμηνείες τους προσθέτουν στο όλο σύνολο, αλλά σε αυτούς τους ρόλους θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν και πιο άσημοι ηθοποιοί, εφόσον δεν υπάρχει έμφαση στο δράμα.
Κλείνοντας, θα πω ότι το Cell θα ήταν καλύτερο να βασιστεί στη μυθολογία του βιβλίου και να δώσει μια διαφορετική ιστορία, παρά να είναι όπως τώρα που βασίζεται στην ίδια ιστορία, με αποτέλεσμα να αποτελεί μια μέτρια μεταφορά της.
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
10 June 2016 (USA)
Ένας καλλιτέχνης που σχεδιάζει κόμικ (John Cusack, Love & Mercy) και ένας συνταξιούχος (Samuel L. Jackson, Miss Peregrine's Home for Peculiar Children) μάχονται για την επιβίωσή τους.
Ο πρώτος μάλιστα αναζητά την επανασύνδεση με τον γιο του που μένει στη Νέα Αγγλία.
Η ταινία βασίζεται σε βιβλίο του μεγάλου Stephen King που κυκλοφόρησε το 2006 και φέτος – δέκα χρόνια μετά - μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Tod Williams.
Πριν καν δω την ταινία:
Έχω διαβάσει πολλά βιβλία του Stephen King και έχω δει όλες τις κινηματογραφικές μεταφορές τους που έχουν γίνει μέχρι τώρα.
Το The Cell δεν συμπεριλαμβάνεται στα έργα του μεγάλου συγγραφέα που έχω διαβάσει – αν και λίγο έλειψε κάποτε - γεγονός που ίσως αποδειχτεί θετικό, γιατί μπορώ να κρίνω την ταινία ως ταινία και όχι ως μεταφορά.
Ωστόσο δεν μπορώ να παραβλέψω την άδικη γκρίνια που εισπράττουν συνήθως οι μεταφορές των βιβλίων του King, τόσο από τους αναγνώστες του, όσο και από τους θεατές των σινεμά.
Το μόνιμο παράπονο των αναγνωστών είναι ότι δεν πρόκειται για ταινίες που αποδίδουν πιστά τα αντίστοιχα βιβλία γιατί λέει «δεν περιέχουν όλη την πλοκή».
Και ρωτάω: Πώς είναι δυνατόν να «χωρέσει» μια πλοκή ενός συγγράμματος 400 ή 500 σελίδων μέσα σε μια ταινία που διαρκεί μόλις 1,5-2 ώρες;
Αναγκαστικά οι σεναριογράφοι πρέπει να κόψουν αρκετά από τα στοιχεία της πλοκής.
Γι’ αυτό ίσως από τους φαν του King οι καλύτερες μεταφορές των έργων του είναι είτε οι κινηματογραφικές που βασίζονται σε νουβέλες (σαφώς μικρότερες σε μέγεθος από τα μυθιστορήματα του) είτε οι τηλεοπτικές μίνι σειρές όπως είναι το It (1990) και πιο πρόσφατα το Bag of Bones (2011), οι οποίες όμως διαρκούν συνολικά περισσότερο από 4 ώρες!
Από την άλλη υπάρχουν οι κινηματογραφικοί φαν, οι οποίοι μη έχοντας διαβάσει τα βιβλία του King και παρακολουθώντας μόνο τη μεταφορά τους, απορούν πώς είναι δυνατόν να έχουν προκαλέσει αίσθηση αυτές οι ιστορίες, τη στιγμή που ως οπτικοποιημένες εκδοχές δεν διαφοροποιούνται ισχυρά από τις υπόλοιπες ταινίες τρόμου.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι ότι ο Stephen King σαν συγγραφέας είναι μαέστρος στη γραφή και η γραφή είναι κάτι που με τίποτα δεν μπορεί να αποδοθεί σε μία ταινία.
Ο King έχει το χάρισμα να σε κάνει να ενδιαφερθείς ακόμη και για τα πιο βαρετά, κλισεδιάρικα και ανούσια στοιχεία των ιστοριών που γράφει.
Στον κινηματογράφο όπου μοιραία δεν υπάρχει η γραφή για αναδείξει την ιστορία, είναι αναμενόμενο ότι τα κλισέ θα αναδειχτούν περισσότερο.
Με βάση τα παραπάνω, θα είμαι ανεπηρέαστος από τη γκρίνια που χρόνια τώρα έχω κουραστεί για τις ταινίες που βασίζονται σε ιστορίες του King και που προέρχεται τόσο από τους αναγνώστες, όσο και από τους σινεφίλ.
Μετά τη θέαση της ταινίας:
Έχω δει πολύ καλύτερες μεταφορές του συγγραφέα για να είμαι ειλικρινής.
Αυτή δεν ήταν τελικά από τις καλές.
Η ιστορία ακούγεται πολλά υποσχόμενη, η ιδέα ότι τα ζόμπι δημιουργούνται από τις τηλεπικοινωνίες είναι εξαιρετική, το ίδιο και η εντυπωσιακή μυθολογία που κρύβεται από πίσω και μας αποκαλύπτεται σταδιακά.
Τι πήγε λοιπόν στραβά;
Στραβά πήγε το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω στοιχεία έχουν την μορφή πληροφοριών που ανταλλάσσουν οι πρωταγωνιστές κατά τις συζητήσεις τους και δεν τα «βλέπουμε» παρά μόνο τα «ακούμε» να τα λένε.
Αν κάποιος παρακολουθήσει την ταινία χωρίς ήχο, θα διαπιστώσει ότι το σύνολο των πλάνων συνθέτουν ένα παρωχημένο zombie-movie που είναι τίγκα στα κλισέ.
Διότι δεν θα έχει έτσι τη δυνατότητα να ανακαλύψει την πλούσια μυθολογία που κρύβεται από πίσω.
Απαιτούνταν κατά τη γνώμη μου περισσότερο «showing» παρά «telling» προκειμένου να αναδειχτεί το όλο σύνολο.
Επίσης θα πω κάτι που θα δυσαρεστήσει αυτούς που –κλασικά- διαμαρτύρονται ότι η ταινία δεν περιέχει όλη την πλοκή του βιβλίου:
Έπρεπε να περιλαμβάνει ΑΚΟΜΗ πιο λίγη πλοκή από αυτό, διότι έτσι όπως προβλήθηκε, εμφανίζεται μπουκωμένη από τα γεγονότα, χωρίς να μπορεί να τα τονίσει για να προκαλέσουν τη δέουσα προσοχή.
Αλγεινή εντύπωση μου προκάλεσε επίσης η σχεδόν επιδεικτική απουσία gore, παρά το γεγονός ότι το Cell είναι μια R-rated παραγωγή (γεγονός που μάλλον οφείλεται μόνο στο λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται).
Όχι ότι λυσσάω για gore and guts, αλλά όπως και να έχει το πράγμα, ταινία με ζόμπι βλέπουμε.
Όλο και κάποια αιματηρή σκηνή θα υπάρχει σε μια τέτοια ταινία.
Νομίζω ότι η εταιρία παραγωγής παρασύρθηκε από το γεγονός ότι ο King σαν συγγραφέας διαπρέπει στα μεταφυσικά θρίλερ, τα οποία όταν οπτικοποιούνται, εκ των πραγμάτων δεν είναι τόσο αιματηρά όσο μια ταινία με ζόμπι.
Ακόμη κι έτσι όμως, το να βλέπω στην αρχή της ταινίας τα ζόμπι να τρώνε ανθρώπους και να μην υπάρχει ούτε ίχνος αίματος, είναι κάτι αντιαισθητικό.
Βέβαια από την άλλη, το γεγονός ότι η μεταφορά βασίζεται σε best-seller ενός ταλαντούχου συγγραφέα, έχει ως αποτέλεσμα το μπάτζετ να εμφανίζεται αρκετά υψηλό και να μπορούμε να απολαμβάνουμε επιβλητικά σκηνικά αποκάλυψης.
Και πάλι όμως: Δεν ήταν ανάγκη να πρωταγωνιστούν οι Cusack και Jackson εφόσον δεν υπήρχε κάποια σεναριακή αναλαμπή που να δικαιολογεί την «ηχηρότητα» των ονομάτων τους.
Σίγουρα οι ερμηνείες τους προσθέτουν στο όλο σύνολο, αλλά σε αυτούς τους ρόλους θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν και πιο άσημοι ηθοποιοί, εφόσον δεν υπάρχει έμφαση στο δράμα.
Κλείνοντας, θα πω ότι το Cell θα ήταν καλύτερο να βασιστεί στη μυθολογία του βιβλίου και να δώσει μια διαφορετική ιστορία, παρά να είναι όπως τώρα που βασίζεται στην ίδια ιστορία, με αποτέλεσμα να αποτελεί μια μέτρια μεταφορά της.
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
10 June 2016 (USA)
Post a Comment