Martyrs review
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το ξαναζεσταμένο φαγητό, ειδικά όταν δίνει την αίσθηση του νερόβραστου και με σαφώς λιγότερα λιπαρά.
Αυτό είναι ένα από τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα Χολιγουντιανά remake.
Υπάρχουν θεματολογίες ολόκληρες που τα μεγάλα στούντιο αδυνατούν να τις ξεπατικώσουν διατηρώντας τες απαράλλαχτες, ακόμη και αν το αποτέλεσμα παίρνει σκληρό R rating.
Δείτε για παράδειγμα πώς μετέφερε το Hollywood το Κορεάτικο «Oldboy» ή το Νορβηγικό «Insomnia» και θα καταλάβετε ότι ακόμη και οι πιο τολμηρές από τις αναβιώσεις αυτών των σεναρίων υπόκεινται σε περιορισμούς ηθικολογικής φύσεως.
Αυτό είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι τα μεγάλα στούντιο επιδιώκουν να απευθύνονται σε όσο το δυνατόν πιο ευρύ κοινό (πράγμα που συνεπάγεται πολλές παραχωρήσεις από την πλευρά τους), ενώ αντίθετα, ο παγκόσμιος κινηματογράφος κοιτάει να διεισδύσει σε περιοχές που τα στούντιο αυτά παραμελούν, έτσι ώστε να υπάρξει στο σύνολο της αγοράς μια σχετική πολυφωνία, που να απευθύνεται σε όλα τα γούστα.
Ήδη από τις αρχές τις προηγούμενης δεκαετίας που είχε ξεκινήσει η μαζική παραγωγή των remake από ταινίες τρόμου, είχα διαπιστώσει σοβαρά προβλήματα όσον αφορά την αντιμετώπιση που είχαν οι original ταινίες κατά το κερδοφόρο –κατά τα άλλα- ξεπατίκωμά τους.
Και να σκεφτεί κανείς ότι εκείνο τον καιρό υπήρχαν ακόμη δήθεν έγκριτοι «διαδικτυακοί» κριτικοί που τολμούσαν να υποστηρίξουν ότι τα αμερικάνικα remake που γίνονταν σε αλλοεθνείς ταινίες ήταν καλύτερα από τα original γιατί… είχαν –λέει- «καλύτερη παραγωγή».
Όμως γιατί άραγε είχαν «καλύτερη παραγωγή»;
Μήπως γιατί απλώς ήταν «αμερικάνικα»;
Μήπως ακόμη και στην περίπτωση που η παραγωγή ήταν καλύτερη – πράγμα που κατ’ εμέ δεν συνέβη σε κανένα remake - αυτό ήταν άμεση απόρροια του γεγονότος ότι η ίδια ταινία γυριζόταν για ΔΕΥΤΕΡΗ φορά;
Κάπως έτσι πήρα την απόφαση να μην ασχολούμαι καν με τα remake και κυρίως με όσα από αυτά βασίζονται σε ταινίες άλλων χωρών.
Σήμερα οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι οι απόπειρες αυτού του τύπου αποτελούν αρπαχτές, που μόνο στόχο έχουν να γεμίσουν τα ταμεία των στούντιο από ένα κοινό που δυσκολεύεται να διαβάσει υπότιτλους σε ξενόγλωσσες ταινίες.
Ο μοναδικός λόγος που ασχολήθηκα με το remake του Martyrs ήταν η ανάγκη της ύπαρξης του παρόντος review, όπως επίσης και η περιέργεια που με έκαιγε για το πώς θα το εκτελούσε (με όλες τις σημασίες της λέξεως) η Anchor Bay, η οποία φημίζεται για τις πιο αρπακολλατζήδικες απόπειρες τέτοιου τύπου.
Κατ’ αρχήν η original ταινία του 2008, ήταν εξ’ ολοκλήρου δημιουργία του Pascal Laugier και μαζί με το À l'intérieur των Bustilo και Maury, αποτελεί μια από τις αγαπημένες μου γαλλικές ταινίες τρόμου.
Πρόκειται για ταινίες που αποτελούν «γροθιές στο στομάχι» και που απέδειξαν ότι ο Γαλλικός κινηματογράφος μπορεί να απεγκλωβίσει το σπλάτερ από τα ανάλαφρα πλαίσια που έχει επικρατήσει να υπερισχύουν στο είδος και να αναδείξει το στοιχείο της κτηνωδίας που συνοδεύει τις ιστορίες αυτού του τύπου.
Μιλάμε για έναν τέτοιο παροξυσμό βίας, που δίνει την αίσθηση ότι συνοδεύεται ακόμη και από την μυρωδιά του κρεοπωλείου και που αντιμετωπίζει με μηδενισμό τις εξάρσεις της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
Το Martyrs για παράδειγμα, είναι στον σκληρό του πυρήνα μια ιστορία εκδίκησης.
Η πρωταγωνίστρια εκδικείται με τον πιο σκληρό τρόπο, μια τετραμελή οικογένεια ευυπόληπτων πολιτών, κατηγορώντας τους για τα παιδικά τραύματα που της είχαν προξενήσει όταν ήταν παιδί, πριν καταφέρει να αποδράσει από το υπόγειο στο οποίο την είχαν παγιδευμένη.
Μαζί με την παιδική της φίλη – που κι εκείνη υπήρξε θύμα κακοποίησης - παραδίδονται σε μια ανθρωπογενή, σύγχρονη κόλαση, όπου ο βασανισμός υπηρετεί ανώτερες αξίες και δημιουργία κατά παραγγελία μαρτύρων καλείται να δώσει απάντηση στο μεγαλύτερο από τα υπαρξιακά προβλήματα της ανθρωπότητας.
Όχι, το remake των αδελφών Goetz δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τα στεγανά ενός torture porn «του σαββατοκύριακου» από αυτά που αποσκοπούν στο «να περάσει η ώρα», σε αντίθεση με την πιο σκοτεινή και νοσηρή εκδοχή της πρωτότυπης ταινίας του Pascal Laugier που σε βυθίζει στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και που δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα, ούτε καν στο διφορούμενο φινάλε της.
Οι διαφοροποιήσεις που υπάρχουν αποσκοπούν στο να προσδώσουν στο όλο εγχείρημα ψυχαγωγικές αρετές, στα σημεία εκείνα που το αρχικό σενάριο του Laugier απαντάει με μηδενισμό για την ανθρώπινη φύση, με την δημιουργία της αίσθησης του αδιεξόδου και με την ανάδειξη της πλήρης αποκτήνωσης ως δύναμης που κινεί και διαμορφώνει τις πράξεις των ηθοποιών.
Ακόμη κι αν κάποιος πει «μα δεν είναι δα και τόσο διαφορετικό», θα εκπλαγεί με το πόσο εύκολο στη θέαση θα το βρει, σε σχέση με το original, που έκανε πολύ κόσμο να δυσφορεί για πολύ καιρό μετά τη θέασή του.
Ευτυχώς οι αδελφοί Goetz καταφέρνουν να μεταδώσουν τους ίδιους προβληματισμούς, παρόλο που η μετάδοση αυτή γίνεται στα πλαίσια της «ακραίας ψυχαγωγίας» και όχι της «αποκρουστικής ωμότητας» που εγκαινίασε ο Laugier.
Τελικά ίσως το μόνο καλό που μπορεί να προσφέρει αυτό το remake, είναι να μας κάνει να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο το original, γιατί κατά τ’ άλλα, άδικα έχασα τον χρόνο μου.
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
9 October 2015 (Sitges)
22 January 2016 (USA)
Αυτό είναι ένα από τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα Χολιγουντιανά remake.
Υπάρχουν θεματολογίες ολόκληρες που τα μεγάλα στούντιο αδυνατούν να τις ξεπατικώσουν διατηρώντας τες απαράλλαχτες, ακόμη και αν το αποτέλεσμα παίρνει σκληρό R rating.
Δείτε για παράδειγμα πώς μετέφερε το Hollywood το Κορεάτικο «Oldboy» ή το Νορβηγικό «Insomnia» και θα καταλάβετε ότι ακόμη και οι πιο τολμηρές από τις αναβιώσεις αυτών των σεναρίων υπόκεινται σε περιορισμούς ηθικολογικής φύσεως.
Αυτό είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι τα μεγάλα στούντιο επιδιώκουν να απευθύνονται σε όσο το δυνατόν πιο ευρύ κοινό (πράγμα που συνεπάγεται πολλές παραχωρήσεις από την πλευρά τους), ενώ αντίθετα, ο παγκόσμιος κινηματογράφος κοιτάει να διεισδύσει σε περιοχές που τα στούντιο αυτά παραμελούν, έτσι ώστε να υπάρξει στο σύνολο της αγοράς μια σχετική πολυφωνία, που να απευθύνεται σε όλα τα γούστα.
Ήδη από τις αρχές τις προηγούμενης δεκαετίας που είχε ξεκινήσει η μαζική παραγωγή των remake από ταινίες τρόμου, είχα διαπιστώσει σοβαρά προβλήματα όσον αφορά την αντιμετώπιση που είχαν οι original ταινίες κατά το κερδοφόρο –κατά τα άλλα- ξεπατίκωμά τους.
Και να σκεφτεί κανείς ότι εκείνο τον καιρό υπήρχαν ακόμη δήθεν έγκριτοι «διαδικτυακοί» κριτικοί που τολμούσαν να υποστηρίξουν ότι τα αμερικάνικα remake που γίνονταν σε αλλοεθνείς ταινίες ήταν καλύτερα από τα original γιατί… είχαν –λέει- «καλύτερη παραγωγή».
Όμως γιατί άραγε είχαν «καλύτερη παραγωγή»;
Μήπως γιατί απλώς ήταν «αμερικάνικα»;
Μήπως ακόμη και στην περίπτωση που η παραγωγή ήταν καλύτερη – πράγμα που κατ’ εμέ δεν συνέβη σε κανένα remake - αυτό ήταν άμεση απόρροια του γεγονότος ότι η ίδια ταινία γυριζόταν για ΔΕΥΤΕΡΗ φορά;
Κάπως έτσι πήρα την απόφαση να μην ασχολούμαι καν με τα remake και κυρίως με όσα από αυτά βασίζονται σε ταινίες άλλων χωρών.
Σήμερα οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι οι απόπειρες αυτού του τύπου αποτελούν αρπαχτές, που μόνο στόχο έχουν να γεμίσουν τα ταμεία των στούντιο από ένα κοινό που δυσκολεύεται να διαβάσει υπότιτλους σε ξενόγλωσσες ταινίες.
Ο μοναδικός λόγος που ασχολήθηκα με το remake του Martyrs ήταν η ανάγκη της ύπαρξης του παρόντος review, όπως επίσης και η περιέργεια που με έκαιγε για το πώς θα το εκτελούσε (με όλες τις σημασίες της λέξεως) η Anchor Bay, η οποία φημίζεται για τις πιο αρπακολλατζήδικες απόπειρες τέτοιου τύπου.
Κατ’ αρχήν η original ταινία του 2008, ήταν εξ’ ολοκλήρου δημιουργία του Pascal Laugier και μαζί με το À l'intérieur των Bustilo και Maury, αποτελεί μια από τις αγαπημένες μου γαλλικές ταινίες τρόμου.
Πρόκειται για ταινίες που αποτελούν «γροθιές στο στομάχι» και που απέδειξαν ότι ο Γαλλικός κινηματογράφος μπορεί να απεγκλωβίσει το σπλάτερ από τα ανάλαφρα πλαίσια που έχει επικρατήσει να υπερισχύουν στο είδος και να αναδείξει το στοιχείο της κτηνωδίας που συνοδεύει τις ιστορίες αυτού του τύπου.
Μιλάμε για έναν τέτοιο παροξυσμό βίας, που δίνει την αίσθηση ότι συνοδεύεται ακόμη και από την μυρωδιά του κρεοπωλείου και που αντιμετωπίζει με μηδενισμό τις εξάρσεις της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
Το Martyrs για παράδειγμα, είναι στον σκληρό του πυρήνα μια ιστορία εκδίκησης.
Η πρωταγωνίστρια εκδικείται με τον πιο σκληρό τρόπο, μια τετραμελή οικογένεια ευυπόληπτων πολιτών, κατηγορώντας τους για τα παιδικά τραύματα που της είχαν προξενήσει όταν ήταν παιδί, πριν καταφέρει να αποδράσει από το υπόγειο στο οποίο την είχαν παγιδευμένη.
Μαζί με την παιδική της φίλη – που κι εκείνη υπήρξε θύμα κακοποίησης - παραδίδονται σε μια ανθρωπογενή, σύγχρονη κόλαση, όπου ο βασανισμός υπηρετεί ανώτερες αξίες και δημιουργία κατά παραγγελία μαρτύρων καλείται να δώσει απάντηση στο μεγαλύτερο από τα υπαρξιακά προβλήματα της ανθρωπότητας.
Όχι, το remake των αδελφών Goetz δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τα στεγανά ενός torture porn «του σαββατοκύριακου» από αυτά που αποσκοπούν στο «να περάσει η ώρα», σε αντίθεση με την πιο σκοτεινή και νοσηρή εκδοχή της πρωτότυπης ταινίας του Pascal Laugier που σε βυθίζει στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και που δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα, ούτε καν στο διφορούμενο φινάλε της.
Οι διαφοροποιήσεις που υπάρχουν αποσκοπούν στο να προσδώσουν στο όλο εγχείρημα ψυχαγωγικές αρετές, στα σημεία εκείνα που το αρχικό σενάριο του Laugier απαντάει με μηδενισμό για την ανθρώπινη φύση, με την δημιουργία της αίσθησης του αδιεξόδου και με την ανάδειξη της πλήρης αποκτήνωσης ως δύναμης που κινεί και διαμορφώνει τις πράξεις των ηθοποιών.
Ακόμη κι αν κάποιος πει «μα δεν είναι δα και τόσο διαφορετικό», θα εκπλαγεί με το πόσο εύκολο στη θέαση θα το βρει, σε σχέση με το original, που έκανε πολύ κόσμο να δυσφορεί για πολύ καιρό μετά τη θέασή του.
Ευτυχώς οι αδελφοί Goetz καταφέρνουν να μεταδώσουν τους ίδιους προβληματισμούς, παρόλο που η μετάδοση αυτή γίνεται στα πλαίσια της «ακραίας ψυχαγωγίας» και όχι της «αποκρουστικής ωμότητας» που εγκαινίασε ο Laugier.
Τελικά ίσως το μόνο καλό που μπορεί να προσφέρει αυτό το remake, είναι να μας κάνει να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο το original, γιατί κατά τ’ άλλα, άδικα έχασα τον χρόνο μου.
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
9 October 2015 (Sitges)
22 January 2016 (USA)
Post a Comment