Howl review
Τελευταία, οι λυκάνθρωποι πρωταγωνιστούν σε ταινίες που παρωδούν τον θρύλο τους αντί να τον αντιμετωπίζουν με τον σεβασμό που του αναλογεί.
Το Howl του Paul Hyett έρχεται να αποκαταστήσει την τιμή και την υπόληψη των προσφιλών αυτών πλασμάτων της νύχτας.
Πρόκειται για τον ίδιο σκηνοθέτη που το 2012 έδωσε το εξαιρετικό (και ενοχλητικό για πολλούς) The Seasoning House.
Στο Howl, οι επιβάτες ενός τρένου που έχει σταματήσει στην ερημιά της βρετανικής υπαίθρου γιατί έχει υποστεί βλάβη, προσπαθούν να το επαναφέρουν σε λειτουργία ώστε να φτάσουν στον προορισμό τους.
Σύντομα διαπιστώνουν ότι έχουν περικυκλωθεί από κάποια τερατώδη αγρίμια που θέλουν το κακό τους.
Από εκεί και πέρα η αγωνία χτυπάει κόκκινο και η επιβίωση είναι το μόνο που μετράει.
Πρόκειται για ανθρώπους της διπλανής πόρτας που μέχρι να έρθουν αντιμέτωποι με τον υπερφυσικό κίνδυνο που τους απειλεί, τον καθένα τους απασχολούσαν απλά και καθημερινά προβλήματα ρουτίνας.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που δεν μπόρεσαν να κάνουν παιδιά, μία έφηβη που ακολουθεί πιστά τις συμβουλές που της έχει δώσει η μητέρα της, ένας επιχειρηματίας που έχει κάνει δόγμα στη ζωή ότι «νόμος είναι το δίκιο του ισχυρού», μία μεσήλικη γυναίκα, ένας πολυμήχανος νεαρός και ανάμεσα σε αυτούς, ο ελεγκτής του τρένου, που ενσαρκώνεται από τον Ed Speelers (A Lonely Place To Die) και που είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Όλοι οι παραπάνω περιλαμβάνονται στο μενού των λυκανθρώπων που επιτίθενται απ’ όλες τις πλευρές, προσπαθώντας να τους ξεκάνουν έναν προς έναν.
Ιδιαίτερη αναφορά, αξίζει να γίνει στα εφέ.
Πρόκειται για έναν συνδυασμό πρακτικών εφέ και καλοδουλεμένου CGI που διαφοροποιείται αρκετά από την εικόνα του παραδοσιακού λυκανθρώπου που έχουμε όλοι στο μυαλό μας.
Τα πλάσματα του Howl είναι ακόμη πιο αποκρουστικά, σε σημείο που αν δεν γινόταν η αναφορά ότι πρόκειται για λυκανθρώπους, ίσως να μην γινόταν αντιληπτό ότι είναι τέτοιοι.
Η σκηνοθεσία είναι από τα δυνατά χαρτιά της ταινίας, με λήψεις που αναδεικνύουν στο έπακρο την αγωνία και την ένταση, όπως επίσης και την σκοτεινή ατμόσφαιρα του αχανούς δάσους εντός του οποίου έχει εγκλωβιστεί το τρένο.
Οι ερμηνείες κυμαίνονται από πολύ καλές έως εξαιρετικές, πράγμα αναμενόμενο εφόσον πρόκειται για βρετανική παραγωγή.
Το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στο σενάριο, που προτιμά να βαδίζει σε προβλέψιμες και κατ’ επέκταση ασφαλείς οδούς, χωρίς να κάνει κάποιου είδους υπέρβαση ή να προκαλεί εκπλήξεις.
Με αυτό τον τρόπο, το Howl αδυνατεί να απεγκλωβιστεί από τα στεγανά ενός τυπικού b-movie τρόμου και έχει ήδη απογοητεύσει πολλούς οι οποίοι θεώρησαν ότι το όλο αποτέλεσμα ήταν απαραίτητο να συνοδεύεται από το καθιερωμένο και χοντροκομμένο χιούμορ που χαρακτηρίζει τις παραγωγές αυτού του τύπου.
Λες και έχει υποχρέωση οποιοδήποτε b-movie που δεν διαφοροποιείται αισθητά από τον σωρό, να καταφεύγει στην πλάκα για να καλύψει τις αδυναμίες του.
Επανερχόμαστε λοιπόν στο εσφαλμένο δόγμα που έχει χαραχτεί στη συνείδηση μεγάλης μερίδας του κοινού που λέει «έχει τέρατα, είναι προβλέψιμο, άρα οφείλει να είναι αστείο».
Το Howl όμως δεν προσπαθεί να είναι αστείο, αλλά να αποδώσει με τον πιο έντιμο και αξιοπρεπή τρόπο τα όσα υπόσχεται στον θεατή.
Όχι ότι θα ήταν λάθος να είναι αστείο, απλώς δεν θεωρώ το χιούμορ ως το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να ανεβάσει ένα b-movie.
Πάντως το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όσους έχουν βαρεθεί να βλέπουν τους «χορτοφάγους» λυκανθρώπους των young-adult ταινιών.
Τούτοι εδώ τουλάχιστον, είναι επιβεβαιωμένο ότι εντάσσουν το κρέας στη διατροφή τους
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
31 August 2015 (Film4 FrightFest)
16 October 2015 (UK)
Το Howl του Paul Hyett έρχεται να αποκαταστήσει την τιμή και την υπόληψη των προσφιλών αυτών πλασμάτων της νύχτας.
Πρόκειται για τον ίδιο σκηνοθέτη που το 2012 έδωσε το εξαιρετικό (και ενοχλητικό για πολλούς) The Seasoning House.
Στο Howl, οι επιβάτες ενός τρένου που έχει σταματήσει στην ερημιά της βρετανικής υπαίθρου γιατί έχει υποστεί βλάβη, προσπαθούν να το επαναφέρουν σε λειτουργία ώστε να φτάσουν στον προορισμό τους.
Σύντομα διαπιστώνουν ότι έχουν περικυκλωθεί από κάποια τερατώδη αγρίμια που θέλουν το κακό τους.
Από εκεί και πέρα η αγωνία χτυπάει κόκκινο και η επιβίωση είναι το μόνο που μετράει.
Πρόκειται για ανθρώπους της διπλανής πόρτας που μέχρι να έρθουν αντιμέτωποι με τον υπερφυσικό κίνδυνο που τους απειλεί, τον καθένα τους απασχολούσαν απλά και καθημερινά προβλήματα ρουτίνας.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που δεν μπόρεσαν να κάνουν παιδιά, μία έφηβη που ακολουθεί πιστά τις συμβουλές που της έχει δώσει η μητέρα της, ένας επιχειρηματίας που έχει κάνει δόγμα στη ζωή ότι «νόμος είναι το δίκιο του ισχυρού», μία μεσήλικη γυναίκα, ένας πολυμήχανος νεαρός και ανάμεσα σε αυτούς, ο ελεγκτής του τρένου, που ενσαρκώνεται από τον Ed Speelers (A Lonely Place To Die) και που είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Όλοι οι παραπάνω περιλαμβάνονται στο μενού των λυκανθρώπων που επιτίθενται απ’ όλες τις πλευρές, προσπαθώντας να τους ξεκάνουν έναν προς έναν.
Ιδιαίτερη αναφορά, αξίζει να γίνει στα εφέ.
Πρόκειται για έναν συνδυασμό πρακτικών εφέ και καλοδουλεμένου CGI που διαφοροποιείται αρκετά από την εικόνα του παραδοσιακού λυκανθρώπου που έχουμε όλοι στο μυαλό μας.
Τα πλάσματα του Howl είναι ακόμη πιο αποκρουστικά, σε σημείο που αν δεν γινόταν η αναφορά ότι πρόκειται για λυκανθρώπους, ίσως να μην γινόταν αντιληπτό ότι είναι τέτοιοι.
Η σκηνοθεσία είναι από τα δυνατά χαρτιά της ταινίας, με λήψεις που αναδεικνύουν στο έπακρο την αγωνία και την ένταση, όπως επίσης και την σκοτεινή ατμόσφαιρα του αχανούς δάσους εντός του οποίου έχει εγκλωβιστεί το τρένο.
Οι ερμηνείες κυμαίνονται από πολύ καλές έως εξαιρετικές, πράγμα αναμενόμενο εφόσον πρόκειται για βρετανική παραγωγή.
Το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στο σενάριο, που προτιμά να βαδίζει σε προβλέψιμες και κατ’ επέκταση ασφαλείς οδούς, χωρίς να κάνει κάποιου είδους υπέρβαση ή να προκαλεί εκπλήξεις.
Με αυτό τον τρόπο, το Howl αδυνατεί να απεγκλωβιστεί από τα στεγανά ενός τυπικού b-movie τρόμου και έχει ήδη απογοητεύσει πολλούς οι οποίοι θεώρησαν ότι το όλο αποτέλεσμα ήταν απαραίτητο να συνοδεύεται από το καθιερωμένο και χοντροκομμένο χιούμορ που χαρακτηρίζει τις παραγωγές αυτού του τύπου.
Λες και έχει υποχρέωση οποιοδήποτε b-movie που δεν διαφοροποιείται αισθητά από τον σωρό, να καταφεύγει στην πλάκα για να καλύψει τις αδυναμίες του.
Επανερχόμαστε λοιπόν στο εσφαλμένο δόγμα που έχει χαραχτεί στη συνείδηση μεγάλης μερίδας του κοινού που λέει «έχει τέρατα, είναι προβλέψιμο, άρα οφείλει να είναι αστείο».
Το Howl όμως δεν προσπαθεί να είναι αστείο, αλλά να αποδώσει με τον πιο έντιμο και αξιοπρεπή τρόπο τα όσα υπόσχεται στον θεατή.
Όχι ότι θα ήταν λάθος να είναι αστείο, απλώς δεν θεωρώ το χιούμορ ως το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να ανεβάσει ένα b-movie.
Πάντως το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όσους έχουν βαρεθεί να βλέπουν τους «χορτοφάγους» λυκανθρώπους των young-adult ταινιών.
Τούτοι εδώ τουλάχιστον, είναι επιβεβαιωμένο ότι εντάσσουν το κρέας στη διατροφή τους
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
31 August 2015 (Film4 FrightFest)
16 October 2015 (UK)
Post a Comment