Deep Dark review
O Hermann Haig (Sean McGrath, The Twilight Saga: New Moon) προσπαθεί φιλότιμα να γίνει ένας μεγάλος καλλιτέχνης εικαστικών, φαίνεται όμως ότι του λείπει το ταλέντο.
Οι αποτυχίες του διαδέχονται η μία την άλλη, δίχως να του επιτρέπουν να πάρει μια ανάσα αισιοδοξίας στον ανταγωνιστικό χώρο της τέχνης.
Μέσα στην απόγνωσή του, τηλεφωνεί στον θείο του, ο οποίος έγινε πλούσιος κατασκευάζοντας κοσμήματα και του ζητά μια συμβουλή προκειμένου να βγει από το αδιέξοδο.
Ο θείος, του νοικιάζει ένα παλιό στούντιο που διατηρεί στην πόλη, ισχυριζόμενος ότι μέσα σε αυτό είχε βρει την έμπνευση που τον έκανε διάσημο.
Ο Hermann εγκαθίσταται στο στούντιο και εκεί, μέσα σε μια στιγμή ακραίας απόγνωσης, επιχειρεί να κόψει τα δάχτυλα των χεριών του.
Τότε όμως είναι που τον βρίσκει η έμπνευση και αμέσως αλλάζει γνώμη.
Η έμπνευση, έχει την μορφή μιας τρύπας στον τοίχο που μιλάει με τη φωνή μιας γυναίκας.
Η φωνή της τρύπας ανήκει στην Denise Poirier.
Η τρύπα στον τοίχο αισθάνεται μόνη.
Η τρύπα στον τοίχο γεννάει αντικείμενα που ο Hermann τα χρησιμοποιεί στα εικαστικά του και ως δια μαγείας, γίνεται διάσημος από το πρώτο του κιόλας έργο.
Η τρύπα στον τοίχο ζητάει ως αντάλλαγμα τον έρωτα του Hermann.
Η τρύπα στον τοίχο ζηλεύει όλες τις γυναίκες που προσπαθούν να αποτελέσουν μέρος της ζωής του Hermann και κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να τις αποθαρρύνει να βρίσκονται κοντά του.
Κάπως έτσι, ο Hermann ερωτεύεται την τρύπα στον τοίχο και δημιουργεί μαζί της έναν παρασιτικό και αντισυμβατικό ερωτικό δεσμό.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, το Deep Dark είναι μια ιστορία αγάπης μεταξύ ενός καλλιτέχνη και μιας τρύπας στον τοίχο.
Αν κάποιος ξεκλειδώσει τα νοήματά του, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για ένα έργο που μιλάει για τη μοναξιά που βιώνουν οι καλλιτέχνες, για τις φρούδες φιλοδοξίες τους και για το έντονο ανταγωνισμό που καλούνται να αντιμετωπίσουν σε μία κοινωνία που όλες οι αξίες της αποτιμούνται σε χρηματικές μονάδες.
Πρόκειται για μια εντελώς προσωπική δουλειά του σκηνοθέτη Michael Medaglia σε σενάριο και παραγωγή του ίδιου, που εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως καρποφόρησε επιτυχώς, αποτελώντας μια σύγχρονη art house εμπειρία.
Σε αντίθεση όμως με τις περισσότερες art house παραγωγές, η συγκεκριμένη δεν παύει να είναι διασκεδαστική για το κοινό στο οποίο απευθύνεται.
Διότι στην ουσία του, το Deep Dark είναι μια κατάμαυρη κωμωδία που σατιρίζει πικρόχολα τις μάταιες φιλοδοξίες, την αδιέξοδη έπαρση και την εμπορευματοποίηση των αξιών.
Η σουρεαλιστική ατμόσφαιρα της παράνοιας που βιώνει και αναπαράγει η ψυχοσύνθεση του Hermann, αποδίδεται με ενδιαφέρουσες στιλιστικές επιλογές και με την απεικόνιση καταστάσεων που δίνουν την αίσθηση ότι αν ήταν λογοτεχνικά κείμενα και όχι κινηματογραφικά πλάνα, θα προσέγγιζαν το συγγραφικό ύφος του Κάφκα.
Τα οπτικά εφέ είναι περιορισμένα σε λίγες αλλά καλές σκηνές gore, που δεν αποτελούν το δια ταύτα της ιστορίας, αλλά την υπηρετούν πιστά και τη βοηθούν να περάσει πιο ξεκάθαρα τα μηνύματά της.
Το όλο σύνολο εκμεταλλεύεται και παράλληλα αποδομεί τα είδη του fantasy, του τρόμου και της κωμωδίας, με έναν τρόπο που να ανήκει σε όλα τους, αλλά και σε κανένα.
Οι ερμηνείες, τα τεχνικά μέρη και η μουσική κυμαίνονται σε πολύ υψηλά επίπεδα και συνηγορούν στη διαπίστωση ότι το ντεμπούτο του πρωτοεμφανιζόμενου Michael Medaglia είναι τόσο άρτιο, που όχι απλώς δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα έργα των δημιουργών που έχουν αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στον χώρο του κινηματογράφου, αλλά πολλά από αυτά τα ξεπερνάει κατά πολύ.
Σε γενικές γραμμές το Deep Dark με κατέστησε θαυμαστή του Medaglia και ελπίζω ότι στο μέλλον θα δούμε πολλές ακόμη επιτυχίες από αυτόν.
Στο κάτω-κάτω της γραφής, είναι ολοφάνερο ότι σε αντίθεση με τον ήρωα της ταινίας του, το ταλέντο του περισσεύει.
Εννοείται ότι μιλάμε για μια ταινία που ξεφεύγει αρκετά από τα παραδοσιακά πλαίσια του τρόμου.
Απευθύνεται σε όσους έχουν κουραστεί να βλέπουν τα ίδια και τα ίδια και επιθυμούν να χαλαρώσουν με κάτι διαφορετικό.
Συντονίστηκα πλήρως με το όραμα του Medaglia και συμμερίστηκα απόλυτα τις ανησυχίες του πρωταγωνιστή του.
Εσείς;
Βασίλης Γιαννάκης.
Οι αποτυχίες του διαδέχονται η μία την άλλη, δίχως να του επιτρέπουν να πάρει μια ανάσα αισιοδοξίας στον ανταγωνιστικό χώρο της τέχνης.
Μέσα στην απόγνωσή του, τηλεφωνεί στον θείο του, ο οποίος έγινε πλούσιος κατασκευάζοντας κοσμήματα και του ζητά μια συμβουλή προκειμένου να βγει από το αδιέξοδο.
Ο θείος, του νοικιάζει ένα παλιό στούντιο που διατηρεί στην πόλη, ισχυριζόμενος ότι μέσα σε αυτό είχε βρει την έμπνευση που τον έκανε διάσημο.
Ο Hermann εγκαθίσταται στο στούντιο και εκεί, μέσα σε μια στιγμή ακραίας απόγνωσης, επιχειρεί να κόψει τα δάχτυλα των χεριών του.
Τότε όμως είναι που τον βρίσκει η έμπνευση και αμέσως αλλάζει γνώμη.
Η έμπνευση, έχει την μορφή μιας τρύπας στον τοίχο που μιλάει με τη φωνή μιας γυναίκας.
Η φωνή της τρύπας ανήκει στην Denise Poirier.
Η τρύπα στον τοίχο αισθάνεται μόνη.
Η τρύπα στον τοίχο γεννάει αντικείμενα που ο Hermann τα χρησιμοποιεί στα εικαστικά του και ως δια μαγείας, γίνεται διάσημος από το πρώτο του κιόλας έργο.
Η τρύπα στον τοίχο ζητάει ως αντάλλαγμα τον έρωτα του Hermann.
Η τρύπα στον τοίχο ζηλεύει όλες τις γυναίκες που προσπαθούν να αποτελέσουν μέρος της ζωής του Hermann και κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να τις αποθαρρύνει να βρίσκονται κοντά του.
Κάπως έτσι, ο Hermann ερωτεύεται την τρύπα στον τοίχο και δημιουργεί μαζί της έναν παρασιτικό και αντισυμβατικό ερωτικό δεσμό.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, το Deep Dark είναι μια ιστορία αγάπης μεταξύ ενός καλλιτέχνη και μιας τρύπας στον τοίχο.
Αν κάποιος ξεκλειδώσει τα νοήματά του, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για ένα έργο που μιλάει για τη μοναξιά που βιώνουν οι καλλιτέχνες, για τις φρούδες φιλοδοξίες τους και για το έντονο ανταγωνισμό που καλούνται να αντιμετωπίσουν σε μία κοινωνία που όλες οι αξίες της αποτιμούνται σε χρηματικές μονάδες.
Πρόκειται για μια εντελώς προσωπική δουλειά του σκηνοθέτη Michael Medaglia σε σενάριο και παραγωγή του ίδιου, που εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως καρποφόρησε επιτυχώς, αποτελώντας μια σύγχρονη art house εμπειρία.
Σε αντίθεση όμως με τις περισσότερες art house παραγωγές, η συγκεκριμένη δεν παύει να είναι διασκεδαστική για το κοινό στο οποίο απευθύνεται.
Διότι στην ουσία του, το Deep Dark είναι μια κατάμαυρη κωμωδία που σατιρίζει πικρόχολα τις μάταιες φιλοδοξίες, την αδιέξοδη έπαρση και την εμπορευματοποίηση των αξιών.
Η σουρεαλιστική ατμόσφαιρα της παράνοιας που βιώνει και αναπαράγει η ψυχοσύνθεση του Hermann, αποδίδεται με ενδιαφέρουσες στιλιστικές επιλογές και με την απεικόνιση καταστάσεων που δίνουν την αίσθηση ότι αν ήταν λογοτεχνικά κείμενα και όχι κινηματογραφικά πλάνα, θα προσέγγιζαν το συγγραφικό ύφος του Κάφκα.
Τα οπτικά εφέ είναι περιορισμένα σε λίγες αλλά καλές σκηνές gore, που δεν αποτελούν το δια ταύτα της ιστορίας, αλλά την υπηρετούν πιστά και τη βοηθούν να περάσει πιο ξεκάθαρα τα μηνύματά της.
Το όλο σύνολο εκμεταλλεύεται και παράλληλα αποδομεί τα είδη του fantasy, του τρόμου και της κωμωδίας, με έναν τρόπο που να ανήκει σε όλα τους, αλλά και σε κανένα.
Οι ερμηνείες, τα τεχνικά μέρη και η μουσική κυμαίνονται σε πολύ υψηλά επίπεδα και συνηγορούν στη διαπίστωση ότι το ντεμπούτο του πρωτοεμφανιζόμενου Michael Medaglia είναι τόσο άρτιο, που όχι απλώς δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα έργα των δημιουργών που έχουν αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στον χώρο του κινηματογράφου, αλλά πολλά από αυτά τα ξεπερνάει κατά πολύ.
Σε γενικές γραμμές το Deep Dark με κατέστησε θαυμαστή του Medaglia και ελπίζω ότι στο μέλλον θα δούμε πολλές ακόμη επιτυχίες από αυτόν.
Στο κάτω-κάτω της γραφής, είναι ολοφάνερο ότι σε αντίθεση με τον ήρωα της ταινίας του, το ταλέντο του περισσεύει.
Εννοείται ότι μιλάμε για μια ταινία που ξεφεύγει αρκετά από τα παραδοσιακά πλαίσια του τρόμου.
Απευθύνεται σε όσους έχουν κουραστεί να βλέπουν τα ίδια και τα ίδια και επιθυμούν να χαλαρώσουν με κάτι διαφορετικό.
Συντονίστηκα πλήρως με το όραμα του Medaglia και συμμερίστηκα απόλυτα τις ανησυχίες του πρωταγωνιστή του.
Εσείς;
Βασίλης Γιαννάκης.
Post a Comment