Κανίβαλοι - The Green Inferno review
Εδώ και δύο χρόνια περιμέναμε την επίσημη προβολή της «πράσινης κόλασης» του Eli Roth, που αναβαλλόταν διαρκώς μέχρι το 2015.
Η προηγούμενη εταιρία παραγωγής, αρνούνταν να χρηματοδοτήσει την προώθησή της, παρά το γεγονός ότι ήταν έτοιμη από το 2013.
Τελικά ανέλαβαν άλλες εταιρίες ώστε η περιπέτεια του φιλμ να λήξει αισίως φέτος κι έτσι μπόρεσε να παρουσιαστεί στις μεγάλες οθόνες.
Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή: Μια ομάδα νεαρών ακτιβιστών μεταβαίνει στον Αμαζόνιο και επιχειρεί να ξεμπροστιάσει την καταστροφή του παρθένου δάσους από μια μεγάλη εταιρία, βιντεοσκοπώντας τους εργάτες πάνω στο έργο τους.
Ο στόχος είναι να προστατεύσουν τις ντόπιες φυλές των ιθαγενών που απειλούνται άμεσα από μια τέτοια καταστροφή.
Τα πράγματα παίρνουν άσχημη τροπή για την ομάδα, όταν μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου, το αεροπλάνο τους πέφτει στη ζούγκλα και εκεί έρχονται αντιμέτωποι με τους ίδιους ιθαγενείς που θέλανε να προστατεύσουν.
Φαίνεται πως και οι ιθαγενείς σκοπεύουν να τους μαγειρέψουν και να γεμίσουν τα στομάχια τους με το κρέας τους.
Μια τέτοια υπόθεση, μόνο ένας φανατικός πολέμιος της πολιτικής ορθότητας όπως ο Eli Roth θα μπορούσε να τη σκαρφιστεί και να την κινηματογραφήσει.
Σίγουρα πολλοί από εσάς θα του προσάψετε γι’ ακόμη μια φορά ρατσισμό, διαβάζοντας την παραπάνω σύνοψη.
Αυτή τη φορά όμως ο αμφιλεγόμενος σκηνοθέτης έχει πολλά να πει προκειμένου να τεκμηριώσει τις απόψεις του και το πετυχαίνει με τον μόνο τρόπο που ξέρει καλά: Με τη δύναμη της εικόνας και του storytelling.
Ανέκαθεν οι ταινίες τρόμου με κανιβάλους θεωρούνταν καυτή πατάτα για τους δημιουργούς, ίσως και γι’ αυτό το συγκεκριμένο υποείδος τρόμου, δεν έχει δώσει πολλές σε σύγκριση με άλλα.
Ο Umberto Lenzi ήταν ο πρώτος που το ξεκίνησε με το Man from the Deep River και την επιτυχία του ακολούθησαν πολλοί άλλοι Ιταλοί σκηνοθέτες.
Η ρετσινιά που απέδιδαν στα έργα αυτά διάφοροι κύκλοι, είναι ότι υπήρξαν ρατσιστικά, διότι παρουσίαζαν τους ιθαγενείς σαν κανιβάλους.
Δεν είναι τυχαίο μάλιστα, ότι η πιο επιτυχημένη ταινία του είδους που ήταν το Cannibal Holocaust του Ruggero Deodato (μία από τις 9 Πιο Απαγορευμένες Ταινίες Τρόμου στην ιστορία του σινεμά) είχε κυκλοφορήσει ως απάντηση στις κατηγορίες αυτές, παρουσιάζοντας τους ανθρώπους του «πολιτισμένου» κόσμου ως χειρότερους και πολύ πιο βίαιους από τους ιθαγενείς, έτσι ώστε το «φάγωμά» τους να εμφανιζόταν ως ένα άμεσο επακόλουθο των ενεργειών τους.
Το Cannibal Holocaust θεωρείται ως μια από τις πιο βίαιες και αποκρουστικές exploitation ταινίες όλων των εποχών και ενέπνευσε τον Eli Roth για να κάνει το Green Inferno.
Προκειμένου να την πραγματοποιήσει, συνεργάστηκε με ένα αληθινό χωριό ιθαγενών στον Αμαζόνιο, στους οποίους πρόβαλλε το Cannibal Holocaust για να τους δώσει να καταλάβουν τι ήθελε να κάνει και εκείνοι γελούσανε γιατί τους φαινόταν σαν κωμωδία.
Υπάρχει όμως και μια ριζική διαφορά μεταξύ της δουλειάς του Roth σε σύγκριση με τον προκάτοχό του.
Η ταινία του Deodato αγκάλιαζε την πολιτική ορθότητα θέτοντας τον προβληματισμό σχετικά με το ποιοι είναι οι πραγματικοί κανίβαλοι και βάζοντας τους χαρακτήρες των «πολιτισμένων» να συμπεριφέρονται απολίτιστα και προσβλητικά στους ιθαγενείς.
Το Green Inferno του Roth, την χλευάζει απροκάλυπτα παρουσιάζοντας τους ακτιβιστές να μην είναι τόσο ιδιοτελείς όσο θέλουν να εμφανίζονται στον κόσμο.
Λειτουργούν περισσότερο με βάση τον προσωπικό τους εγωισμό παρά με βάση τις αξίες που πρεσβεύουν.
Επιθυμούν να εξυπηρετήσουν την προσωπική προβολή για να γίνουν ήρωες στα πλαίσια της lifestyle μόδας στην οποία υπάγονται.
Τέλος –που το μαθαίνουμε όταν πλέον είναι πολύ αργά γι’ αυτούς- πίσω από τις ενέργειές τους κρύβονται αλλότρια συμφέροντα, δηλαδή εταιρίες που ανταγωνίζονται αυτήν της οποίας θέλουν να χαλάσουν τα σχέδια.
Όλα αυτά γιατί –όπως κυνικά ομολογεί ο επικεφαλής τους- «έτσι λειτουργεί ο κόσμος».
Αυτοί είναι οι λόγοι που ο Roth βάζει στο στόχαστρο αυτή τη φορά τον ακτιβισμό και φαίνεται να τους διαπραγματεύεται κυρίως στο πρώτο μισό της ταινίας.
Διότι το δεύτερο μισό, έχει να κάνει με την αιχμαλωσία των πρωταγωνιστών από τους κανιβάλους και με το «μαγείρεμά» τους.
Η μόνη πραγματική ιδεαλίστρια ανάμεσα στους ακτιβιστές είναι η Justine που ενσαρκώνεται από τη σύζυγο του Eli Roth, την Lorenza Izzo (Knock Knock) και που είναι η πρωταγωνίστρια της υπόθεσης.
Το παίξιμο της, όπως και το παίξιμο όλων των ηθοποιών δεν είναι ό,τι καλύτερο, αλλά έτσι κι αλλιώς οι ερμηνείες στις ταινίες τρόμου με κανιβάλους δεν ήταν ποτέ οσκαρικών προδιαγραφών.
Αντίθετα, τα στάνταρ της παραγωγής του Green Inferno είναι πολύ υψηλά και δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για την πιο ακριβή ταινία του σκηνοθέτη.
Οι σκηνές gore δεν είναι πολλές, αλλά είναι παρατεταμένες, ωμές και απαιτούν πολύ γερό στομάχι.
Ίσως φταίει το γεγονός ότι ο κόσμος δεν αηδιάζει τόσο πολύ πια με τέτοια θεάματα και αυτό ο Roth το γνωρίζει καλά, γι’ αυτό δεν τις επέτρεψε να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον.
Θα παρακολουθήσετε όμως γύρω στα 15 λεπτά έναν άνθρωπο να διαμελίζεται, να του βγάζουν τα μάτια και τα εντόσθια, να τον αλατίζουνε, να τον μαγειρεύουνε και στο τέλος να τον τρώνε.
Όλα αυτά με πολύ πειστικά πρακτικά εφέ.
Δεν μπορώ λοιπόν να πω ότι το exploitation και η ωμότητα λείπει από την ταινία.
Κατά τ’ άλλα υπάρχουν εντυπωσιακά και καλομονταρισμένα πλάνα που από τη μια προκαλούν σασπένς και από την άλλη αναδεικνύουν την ομορφιά, αλλά και την επικινδυνότητα του φυσικού τοπίου του Αμαζονίου.
Ασφαλώς δεν λείπουν και οι σκηνές του κάφρικου χιούμορ που είναι σήμα κατατεθέν του Eli Roth, όπως μια άκυρη σκηνή διάρροιας, μια άκυρη σκηνή αυνανισμού, μια σκηνή που μια ταραντούλα πάει να τσιμπήσει ένα πέος την ώρα που ουρεί κλπ.
Σε γενικές γραμμές η ταινία θέτει πολλά κοινωνιολογικά διλήμματα, παρά το προκάλυμμα της ελαφρότητας που τη διέπει, όπως για παράδειγμα αν έχει κάποιο νόημα το να διαλαλεί κάποιος δημόσια το πόσο προοδευτικός είναι, αν μπορεί ο κόσμος να αλλάξει προς το καλύτερο με μεμονωμένες ενέργειες και άλλα πολλά.
Πιστεύω ότι το Green Inferno διαθέτει τη στόφα να γίνει διαχρονικό και το θεωρώ ως την καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη δουλειά που έχω δει από τον σκηνοθέτη.
Ακολουθεί κάπως επιεικής βαθμολόγηση, διότι αυτή τη φορά, ο τύπος τα έδωσε όλα.
Βασίλης Γιαννάκης.
Η προηγούμενη εταιρία παραγωγής, αρνούνταν να χρηματοδοτήσει την προώθησή της, παρά το γεγονός ότι ήταν έτοιμη από το 2013.
Τελικά ανέλαβαν άλλες εταιρίες ώστε η περιπέτεια του φιλμ να λήξει αισίως φέτος κι έτσι μπόρεσε να παρουσιαστεί στις μεγάλες οθόνες.
Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή: Μια ομάδα νεαρών ακτιβιστών μεταβαίνει στον Αμαζόνιο και επιχειρεί να ξεμπροστιάσει την καταστροφή του παρθένου δάσους από μια μεγάλη εταιρία, βιντεοσκοπώντας τους εργάτες πάνω στο έργο τους.
Ο στόχος είναι να προστατεύσουν τις ντόπιες φυλές των ιθαγενών που απειλούνται άμεσα από μια τέτοια καταστροφή.
Τα πράγματα παίρνουν άσχημη τροπή για την ομάδα, όταν μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου, το αεροπλάνο τους πέφτει στη ζούγκλα και εκεί έρχονται αντιμέτωποι με τους ίδιους ιθαγενείς που θέλανε να προστατεύσουν.
Φαίνεται πως και οι ιθαγενείς σκοπεύουν να τους μαγειρέψουν και να γεμίσουν τα στομάχια τους με το κρέας τους.
Μια τέτοια υπόθεση, μόνο ένας φανατικός πολέμιος της πολιτικής ορθότητας όπως ο Eli Roth θα μπορούσε να τη σκαρφιστεί και να την κινηματογραφήσει.
Σίγουρα πολλοί από εσάς θα του προσάψετε γι’ ακόμη μια φορά ρατσισμό, διαβάζοντας την παραπάνω σύνοψη.
Αυτή τη φορά όμως ο αμφιλεγόμενος σκηνοθέτης έχει πολλά να πει προκειμένου να τεκμηριώσει τις απόψεις του και το πετυχαίνει με τον μόνο τρόπο που ξέρει καλά: Με τη δύναμη της εικόνας και του storytelling.
Ανέκαθεν οι ταινίες τρόμου με κανιβάλους θεωρούνταν καυτή πατάτα για τους δημιουργούς, ίσως και γι’ αυτό το συγκεκριμένο υποείδος τρόμου, δεν έχει δώσει πολλές σε σύγκριση με άλλα.
Ο Umberto Lenzi ήταν ο πρώτος που το ξεκίνησε με το Man from the Deep River και την επιτυχία του ακολούθησαν πολλοί άλλοι Ιταλοί σκηνοθέτες.
Η ρετσινιά που απέδιδαν στα έργα αυτά διάφοροι κύκλοι, είναι ότι υπήρξαν ρατσιστικά, διότι παρουσίαζαν τους ιθαγενείς σαν κανιβάλους.
Δεν είναι τυχαίο μάλιστα, ότι η πιο επιτυχημένη ταινία του είδους που ήταν το Cannibal Holocaust του Ruggero Deodato (μία από τις 9 Πιο Απαγορευμένες Ταινίες Τρόμου στην ιστορία του σινεμά) είχε κυκλοφορήσει ως απάντηση στις κατηγορίες αυτές, παρουσιάζοντας τους ανθρώπους του «πολιτισμένου» κόσμου ως χειρότερους και πολύ πιο βίαιους από τους ιθαγενείς, έτσι ώστε το «φάγωμά» τους να εμφανιζόταν ως ένα άμεσο επακόλουθο των ενεργειών τους.
Το Cannibal Holocaust θεωρείται ως μια από τις πιο βίαιες και αποκρουστικές exploitation ταινίες όλων των εποχών και ενέπνευσε τον Eli Roth για να κάνει το Green Inferno.
Προκειμένου να την πραγματοποιήσει, συνεργάστηκε με ένα αληθινό χωριό ιθαγενών στον Αμαζόνιο, στους οποίους πρόβαλλε το Cannibal Holocaust για να τους δώσει να καταλάβουν τι ήθελε να κάνει και εκείνοι γελούσανε γιατί τους φαινόταν σαν κωμωδία.
Υπάρχει όμως και μια ριζική διαφορά μεταξύ της δουλειάς του Roth σε σύγκριση με τον προκάτοχό του.
Η ταινία του Deodato αγκάλιαζε την πολιτική ορθότητα θέτοντας τον προβληματισμό σχετικά με το ποιοι είναι οι πραγματικοί κανίβαλοι και βάζοντας τους χαρακτήρες των «πολιτισμένων» να συμπεριφέρονται απολίτιστα και προσβλητικά στους ιθαγενείς.
Το Green Inferno του Roth, την χλευάζει απροκάλυπτα παρουσιάζοντας τους ακτιβιστές να μην είναι τόσο ιδιοτελείς όσο θέλουν να εμφανίζονται στον κόσμο.
Λειτουργούν περισσότερο με βάση τον προσωπικό τους εγωισμό παρά με βάση τις αξίες που πρεσβεύουν.
Επιθυμούν να εξυπηρετήσουν την προσωπική προβολή για να γίνουν ήρωες στα πλαίσια της lifestyle μόδας στην οποία υπάγονται.
Τέλος –που το μαθαίνουμε όταν πλέον είναι πολύ αργά γι’ αυτούς- πίσω από τις ενέργειές τους κρύβονται αλλότρια συμφέροντα, δηλαδή εταιρίες που ανταγωνίζονται αυτήν της οποίας θέλουν να χαλάσουν τα σχέδια.
Όλα αυτά γιατί –όπως κυνικά ομολογεί ο επικεφαλής τους- «έτσι λειτουργεί ο κόσμος».
Αυτοί είναι οι λόγοι που ο Roth βάζει στο στόχαστρο αυτή τη φορά τον ακτιβισμό και φαίνεται να τους διαπραγματεύεται κυρίως στο πρώτο μισό της ταινίας.
Διότι το δεύτερο μισό, έχει να κάνει με την αιχμαλωσία των πρωταγωνιστών από τους κανιβάλους και με το «μαγείρεμά» τους.
Η μόνη πραγματική ιδεαλίστρια ανάμεσα στους ακτιβιστές είναι η Justine που ενσαρκώνεται από τη σύζυγο του Eli Roth, την Lorenza Izzo (Knock Knock) και που είναι η πρωταγωνίστρια της υπόθεσης.
Το παίξιμο της, όπως και το παίξιμο όλων των ηθοποιών δεν είναι ό,τι καλύτερο, αλλά έτσι κι αλλιώς οι ερμηνείες στις ταινίες τρόμου με κανιβάλους δεν ήταν ποτέ οσκαρικών προδιαγραφών.
Αντίθετα, τα στάνταρ της παραγωγής του Green Inferno είναι πολύ υψηλά και δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για την πιο ακριβή ταινία του σκηνοθέτη.
Οι σκηνές gore δεν είναι πολλές, αλλά είναι παρατεταμένες, ωμές και απαιτούν πολύ γερό στομάχι.
Ίσως φταίει το γεγονός ότι ο κόσμος δεν αηδιάζει τόσο πολύ πια με τέτοια θεάματα και αυτό ο Roth το γνωρίζει καλά, γι’ αυτό δεν τις επέτρεψε να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον.
Θα παρακολουθήσετε όμως γύρω στα 15 λεπτά έναν άνθρωπο να διαμελίζεται, να του βγάζουν τα μάτια και τα εντόσθια, να τον αλατίζουνε, να τον μαγειρεύουνε και στο τέλος να τον τρώνε.
Όλα αυτά με πολύ πειστικά πρακτικά εφέ.
Δεν μπορώ λοιπόν να πω ότι το exploitation και η ωμότητα λείπει από την ταινία.
Κατά τ’ άλλα υπάρχουν εντυπωσιακά και καλομονταρισμένα πλάνα που από τη μια προκαλούν σασπένς και από την άλλη αναδεικνύουν την ομορφιά, αλλά και την επικινδυνότητα του φυσικού τοπίου του Αμαζονίου.
Ασφαλώς δεν λείπουν και οι σκηνές του κάφρικου χιούμορ που είναι σήμα κατατεθέν του Eli Roth, όπως μια άκυρη σκηνή διάρροιας, μια άκυρη σκηνή αυνανισμού, μια σκηνή που μια ταραντούλα πάει να τσιμπήσει ένα πέος την ώρα που ουρεί κλπ.
Σε γενικές γραμμές η ταινία θέτει πολλά κοινωνιολογικά διλήμματα, παρά το προκάλυμμα της ελαφρότητας που τη διέπει, όπως για παράδειγμα αν έχει κάποιο νόημα το να διαλαλεί κάποιος δημόσια το πόσο προοδευτικός είναι, αν μπορεί ο κόσμος να αλλάξει προς το καλύτερο με μεμονωμένες ενέργειες και άλλα πολλά.
Πιστεύω ότι το Green Inferno διαθέτει τη στόφα να γίνει διαχρονικό και το θεωρώ ως την καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη δουλειά που έχω δει από τον σκηνοθέτη.
Ακολουθεί κάπως επιεικής βαθμολόγηση, διότι αυτή τη φορά, ο τύπος τα έδωσε όλα.
Βασίλης Γιαννάκης.
Post a Comment