The Diabolical review
Είναι δύσκολο να συνοψίσει κάποιος την πλοκή αυτής της πρώτης δουλειάς του Alistair Legrand, διότι φαίνεται πως κι ο ίδιος ακόμη δεν ήξερε πώς να την ξεκινήσει (ίσως και πώς να την τελειώσει).
Σε γενικές γραμμές το The Diabolical αφορά μια τριμελή οικογένεια - αποτελούμενη από μια χωρισμένη γυναίκα (Ali Larter, Resident Evil: Afterlife) με τα δυο της παιδιά) που κάθε τόσο αντιμετωπίζει …διαβολικές οντότητες μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.
Από την αρχή κιόλας, εμφανίζονται τα προβλήματα του σεναρίου, εφόσον παρά τη γκροτέσκα όψη των διαβολικών οντοτήτων, όλα τα μέλη της οικογένειας αυτής δείχνουν να είναι υπερβολικά εξοικειωμένα με την απειλή που αντιμετωπίζουν, τουλάχιστον στο βαθμό που να αφαιρείται κάμποσο από το σασπένς που ενδείκνυται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Τα ειδικά εφέ είναι καλοφτιαγμένα, μακάβρια και φριχτά, αλλά τι να το κάνουμε από τη στιγμή που οι πρωταγωνιστές εστιάζουν περισσότερο στα προσωπικά τους, παρά αισθάνονται σοκ και δέος μπροστά στη θέασή τους.
Πολλοί θα σπεύσουν να υπερασπιστούν το σενάριο του Luke Harvis, τονίζοντας ότι παρέχει μια πανέξυπνη εξήγηση για τον λόγο που η οικογένεια δεν μπορεί να εγκαταλείψει το σπίτι.
Αν όμως το καλοσκεφτεί κανείς, θα καταλήξει ότι όχι απλώς κάθε άλλο παρά πανέξυπνη είναι η εξήγηση αυτή, αλλά επιπλέον δεν τεκμηριώνεται επαρκώς από τις αποκαλύψεις του τέλους.
Ιδιαίτερα άσχημη εντύπωση προκαλεί η διαπίστωση ότι όταν η «παραφυσική δραστηριότητα» του σπιτιού βρίσκεται στην κορύφωσή της και μετά την διαπίστωση από την μητέρα ότι δεν μπορεί να απομακρύνει τα παιδιά της από την κατοικία τους, η αμέσως επόμενη ενέργεια είναι να μπουν όλοι μέσα, να χαλαρώσουν και να συζητήσουν για το διαζύγιο με τον πατέρα.
Δηλαδή ο κόσμος καίγεται και αυτοί… ό,τι θυμούνται χαίρονται.
Αλλά από την αρχή κιόλας, περισσότερο σημασία φαίνεται να αποδίδεται στην αντικοινωνική συμπεριφορά του ενός εκ των ανηλίκων πρωταγωνιστών και στους καυγάδες στους οποίους μπλέκει στο σχολείο του, παρά στο γεγονός ότι γδαρμένα ανθρωπόμορφα τέρατα βγαίνουν από το πλυντήριο και επιτίθενται αποκάλυπτα τόσο στα παιδιά, όσο και στη μάνα.
Ωστόσο, πολλοί θα βρεθούν να με πουν κυνικό που ψειρίζω όλες αυτές τις «λεπτομέρειες» και θα στηρίξουν την ταινία μέχρι τέλους.
Οι παράξενες, σχεδόν σουρεαλιστικές μεταβάσεις από σκηνή σε σκηνή, η ατμοσφαιρική σκηνοθεσία, η υπνωτικά επιβλητική μουσική του Ian Hultquist, αλλά κυρίως η μεγάλη ανατροπή προς το τέλος όπου το μεταφυσικό θρίλερ παίρνει απότομα μια εντυπωσιακή τροπή επιστημονικής φαντασίας, είναι όλα τους στοιχεία που θα εκτιμήσει πολύς κόσμος σε βαθμό που να παραβλέψει τις αδυναμίες.
Ειδικά η μουσική είναι ικανή να σε βάλει σε μια διάθεση ώστε να απολαύσεις το έργο σαν μια αισθαντική εμπειρία παρά σαν την οπτικοποίηση ενός σεναρίου που επί της ουσίας δεν βγάζει νόημα.
Ωστόσο αν συγκεντρωθείς και παρακολουθήσεις προσεκτικά τους διαλόγους και την πλοκή, θα διαπιστώσεις ότι πίσω από τη σοβαροφάνεια του όλου εγχειρήματος, κρύβεται ένα μάλλον κακό γράψιμο.
Από την άλλη, αξίζει να το δει κανείς μόνο και μόνο για την sci-fi μετάβαση προς το τέλος, για τις συμπαθητικές ερμηνείες και για τα μακάβρια εφέ.
Κατά τα άλλα, το The Diabolical είχε την δυναμική να γίνει ένα διαμαντάκι του σύγχρονου κινηματογραφικού τρόμου, αν δουλευόταν πιο καλά και εστίαζε εκεί που πραγματικά όφειλε να εστιάσει.
Κάτι τέτοιο, δυστυχώς δεν συνέβη.
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
16 March 2015 (SXSW)
16 October 2015 (USA)
Σε γενικές γραμμές το The Diabolical αφορά μια τριμελή οικογένεια - αποτελούμενη από μια χωρισμένη γυναίκα (Ali Larter, Resident Evil: Afterlife) με τα δυο της παιδιά) που κάθε τόσο αντιμετωπίζει …διαβολικές οντότητες μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.
Από την αρχή κιόλας, εμφανίζονται τα προβλήματα του σεναρίου, εφόσον παρά τη γκροτέσκα όψη των διαβολικών οντοτήτων, όλα τα μέλη της οικογένειας αυτής δείχνουν να είναι υπερβολικά εξοικειωμένα με την απειλή που αντιμετωπίζουν, τουλάχιστον στο βαθμό που να αφαιρείται κάμποσο από το σασπένς που ενδείκνυται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Τα ειδικά εφέ είναι καλοφτιαγμένα, μακάβρια και φριχτά, αλλά τι να το κάνουμε από τη στιγμή που οι πρωταγωνιστές εστιάζουν περισσότερο στα προσωπικά τους, παρά αισθάνονται σοκ και δέος μπροστά στη θέασή τους.
Πολλοί θα σπεύσουν να υπερασπιστούν το σενάριο του Luke Harvis, τονίζοντας ότι παρέχει μια πανέξυπνη εξήγηση για τον λόγο που η οικογένεια δεν μπορεί να εγκαταλείψει το σπίτι.
Αν όμως το καλοσκεφτεί κανείς, θα καταλήξει ότι όχι απλώς κάθε άλλο παρά πανέξυπνη είναι η εξήγηση αυτή, αλλά επιπλέον δεν τεκμηριώνεται επαρκώς από τις αποκαλύψεις του τέλους.
Ιδιαίτερα άσχημη εντύπωση προκαλεί η διαπίστωση ότι όταν η «παραφυσική δραστηριότητα» του σπιτιού βρίσκεται στην κορύφωσή της και μετά την διαπίστωση από την μητέρα ότι δεν μπορεί να απομακρύνει τα παιδιά της από την κατοικία τους, η αμέσως επόμενη ενέργεια είναι να μπουν όλοι μέσα, να χαλαρώσουν και να συζητήσουν για το διαζύγιο με τον πατέρα.
Δηλαδή ο κόσμος καίγεται και αυτοί… ό,τι θυμούνται χαίρονται.
Αλλά από την αρχή κιόλας, περισσότερο σημασία φαίνεται να αποδίδεται στην αντικοινωνική συμπεριφορά του ενός εκ των ανηλίκων πρωταγωνιστών και στους καυγάδες στους οποίους μπλέκει στο σχολείο του, παρά στο γεγονός ότι γδαρμένα ανθρωπόμορφα τέρατα βγαίνουν από το πλυντήριο και επιτίθενται αποκάλυπτα τόσο στα παιδιά, όσο και στη μάνα.
Ωστόσο, πολλοί θα βρεθούν να με πουν κυνικό που ψειρίζω όλες αυτές τις «λεπτομέρειες» και θα στηρίξουν την ταινία μέχρι τέλους.
Οι παράξενες, σχεδόν σουρεαλιστικές μεταβάσεις από σκηνή σε σκηνή, η ατμοσφαιρική σκηνοθεσία, η υπνωτικά επιβλητική μουσική του Ian Hultquist, αλλά κυρίως η μεγάλη ανατροπή προς το τέλος όπου το μεταφυσικό θρίλερ παίρνει απότομα μια εντυπωσιακή τροπή επιστημονικής φαντασίας, είναι όλα τους στοιχεία που θα εκτιμήσει πολύς κόσμος σε βαθμό που να παραβλέψει τις αδυναμίες.
Ειδικά η μουσική είναι ικανή να σε βάλει σε μια διάθεση ώστε να απολαύσεις το έργο σαν μια αισθαντική εμπειρία παρά σαν την οπτικοποίηση ενός σεναρίου που επί της ουσίας δεν βγάζει νόημα.
Ωστόσο αν συγκεντρωθείς και παρακολουθήσεις προσεκτικά τους διαλόγους και την πλοκή, θα διαπιστώσεις ότι πίσω από τη σοβαροφάνεια του όλου εγχειρήματος, κρύβεται ένα μάλλον κακό γράψιμο.
Από την άλλη, αξίζει να το δει κανείς μόνο και μόνο για την sci-fi μετάβαση προς το τέλος, για τις συμπαθητικές ερμηνείες και για τα μακάβρια εφέ.
Κατά τα άλλα, το The Diabolical είχε την δυναμική να γίνει ένα διαμαντάκι του σύγχρονου κινηματογραφικού τρόμου, αν δουλευόταν πιο καλά και εστίαζε εκεί που πραγματικά όφειλε να εστιάσει.
Κάτι τέτοιο, δυστυχώς δεν συνέβη.
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
16 March 2015 (SXSW)
16 October 2015 (USA)
Post a Comment