I Spit On Your Grave 3: Vengeance Is Mine review
Όταν είχε ανακοινωθεί το remake του I Spit on Your Grave για το 2010, πολλοί ήταν αυτοί που χλεύασαν την όλη προσπάθεια, λέγοντας ότι είναι καταδικασμένο να αποτύχει.
Βλέπετε η μανία του Hollywood να καταστρέφει με ανούσια remakes τις κλασικές ταινίες τρόμου μαινόταν από τότε.
Τελικά η ταινία του Steven R. Monroe είχε καταφέρει να σταθεί αντάξια αυτής του 1978, ενώ υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι ήταν ακόμη πιο καλή.
Όταν η εταιρία παραγωγής ανακοίνωσε ότι θα υπάρξει και sequel στο remake, πολλοί θεώρησαν ότι επρόκειτο για μια κίνηση που ισοδυναμεί με αυτοκτονία.
Ο Steven R. Monroe όμως, επανήλθε με λίγο-πολύ την ίδια συνταγή, στην οποία προσέθεσε μερικά στοιχεία προς τη σωστή κατεύθυνση (κυκλώματα λευκής σαρκός κλπ) και δημιούργησε ελεύθερα, παραδίδοντας μια πιο προσωπική δουλειά που είχε πολλά πράγματα να πει.
Και ενώ ο Monroe απέδειξε ότι μπορεί να δώσει ένα επιτυχημένο sequel, έρχεται η τρίτη ταινία, την οποία αυτή τη φορά δεν σκηνοθετεί αυτός, αλλά ο R.D. Braunstein.
Τα κατάφερε άραγε ο Braunstein να σταθεί αντάξιος του προκατόχου του;
Στο Vengeance is Mine, η ηρωίδα της πρώτης ταινίας που και πάλι ενσαρκώνεται από την Sarah Butler (The Demented), δεν έχει ακόμη ξεπεράσει το τραγικό γεγονός του βιασμού της, γι’ αυτό και απρόθυμα παίρνει την απόφαση να γραφτεί σε μια ομάδα υποστήριξης γυναικών που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα.
Εκεί γνωρίζει την Marla (Jennifer Landon, με ρόλο σε αυτό το Banshee που έπαιζε και ο Βασιλόπουλος) η οποία φαίνεται να επικροτεί την αυτοδικία, διέπεται από δυναμισμό και γνωρίζει καλά πώς να βάζει τους σεξιστές που την παρενοχλούν στην θέση τους.
Οι δύο γυναίκες συνδέονται με μία ισχυρή φιλία, που όμως διακόπτεται απότομα όταν η Marla πέφτει ξανά θύμα βιασμού, που αυτή τη φορά συνοδεύεται από τον θάνατό της.
Η Jennifer – η πρωταγωνίστρια - διαπιστώνοντας την ανεπάρκεια των φορέων της δικαιοσύνης να δώσουν λύση στο θέμα, αποφασίζει να κάνει ό,τι έκανε στο παρελθόν για τον εαυτό της: Να πάρει τον νόμο στα χέρια της προκειμένου να εκδικηθεί για τη φίλη της.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν φαίνεται να αρκείται στον φόνο του εν λόγω βιαστή, αλλά έχει βαλθεί να ξεκάνει όλους όσους έχουν βλάψει τις γυναίκες της ομάδας ψυχοθεραπείας, αδυνατώντας πλέον να συγκρατήσει την μανία της, η οποία την ωθεί σε όλο και πιο ακραίες και αιματηρές ενέργειες.
Η ταινία του 1978 είχε κατηγορηθεί από πολλούς για επιφανειακή αντιμετώπιση του εγκλήματος του βιασμού και για …μισανδρία.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει όμως, ότι στο συγκεκριμένο υποείδος τρόμου, όπως είχε διαμορφωθεί από εκείνη την ταινία και από το Last House on the Left του Wes Craven, οι στερεότυπες και χοντροκομμένες συμπεριφορές των βιαστών αποτελούν ένα βασικό δομικό στοιχείο.
Έτσι λοιπόν μοιραία στα “rape and revenge films” εισερχόμαστε σε μία φιλμική πραγματικότητα όπου οι άντρες εμφανίζονται ως άξεστοι θήτες και οι γυναίκες ως θύματα, ανυπεράσπιστα στην αρχή, αλλά που από κάποιο σημείο κι έπειτα αποφασίζουν να ξεπλύνουν με αίμα το κακό που τις βρήκε.
Το Vengeance Is Mine πάει ένα βήμα παραπέρα δίνοντας κυρίως στην αρχή την αίσθηση ότι τόσο οι άντρες, όσο και οι γυναίκες, έχουν οχυρωθεί σε αντίπαλα στρατόπεδα, σε μία κοινωνία όπου το πολύτιμο συναίσθημα του έρωτα έχει αντικατασταθεί από έναν αμφίδρομο σεξισμό που ωθεί σε ενέργειες κυριαρχίας και υποταγής.
Ασφαλώς και υπάρχουν αυτοί που προσπαθούν φιλότιμα να εισχωρήσουν στο αντίπαλο στρατόπεδο με το καλό, όπως ο κακομοίρης ο συνάδελφος της Jennifer που μάταια επιδιώκει να βγει ένα ραντεβού μαζί της χωρίς να παρεξηγηθούν οι προθέσεις του, ή ο ντετέκτιβ που κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη με τον ορθόδοξο τρόπο, αλλά αριθμητικά φαίνεται να υπερτερούν όσοι παρενοχλούν, κακοποιούν και ευνοούν περισσότερο τους θήτες παρά τα θύματα.
Κι όμως, ακόμη και σε μια τέτοια τραβηγμένη από τα μαλλιά απεικόνιση της σκληρής πραγματικότητας, το σενάριο του Daniel Gilboy βρίθει από στοιχεία ενός συγκαλυμμένου και κατάμαυρου χιούμορ που σαρκάζει τα τεκταινόμενα και που ταυτόχρονα αυτοσαρκάζεται, χωρίς ωστόσο να κλείνει τις διόδους στους κοινωνικούς και φιλοσοφικούς προβληματισμούς που απορρέουν από αυτό.
Μοιάζει να σέβεται τη δραματικότητα των γεγονότων που αφηγείται, αλλά ταυτόχρονα να σατιρίζει τη χοντροκομμένη διαπραγμάτευση των rape and revenge films, σε σημείο που να μην ξέρεις αν σοβαρολογεί ή όχι.
Για την ακρίβεια ξέρεις ότι δεν σοβαρολογεί, αλλά το κάνει με έναν τρόπο που να μην φαίνεται κάτι τέτοιο κι αυτό είναι ένα ταλέντο που δεν περνάει απαρατήρητο.
Ασφαλώς δεν λείπει το gore και το αίμα από το όλο εγχείρημα, καθώς η Jennifer εμφανίζεται γι'ακόμη μια φορά ...αναγουλιαστικά δημιουργική στους τρόπους με τους οποίους παίρνει την εκδίκησή της.
Πλέον είναι σαν να βλέπεις το Death Wish με περισσότερο …τοματοπολτό και σκηνές φρίκης, πολλές εκ των οποίων είναι επί της ουσίας καλά χορογραφημένες μάχες σώμα με σώμα, που η Jennifer απλώς τις φαντάζεται.
Μία μεγάλη ένσταση που είχα στο πρώτο μισό, είναι ότι παραβλέπει το γεγονός πως πρόκειται για την ίδια γυναίκα που στην πρώτη ταινία ξεπάστρεψε τους βιαστές της.
Υποτίθεται ότι η Marla είναι η δυναμική και ότι η Jennifer είναι η πιο συγκρατημένη.
Σε αυτή την περίπτωση, η μεταστροφή που παρουσιάζει η προσωπικότητα της Jennifer στο δεύτερο μισό, θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση.
Επίσης σε αυτού του είδους τις ταινίες, η ανικανότητα του μηχανισμού της δικαιοσύνης καθίσταται εμφανής, όταν ο θύτης φτάνει μέχρι το δικαστήριο και εκεί αθωώνεται.
Εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο γιατί δεν φαίνεται να υπάρχει χρόνος.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο δεύτερο πρόβλημα του Vengeance Is Mine:
Θέλει να πει πολλά πράγματα μέσα στον πεπερασμένο κινηματογραφικό τρόμο, που σε πολλά σημεία – και κυρίως προς το φινάλε - μοιάζει να απολογείται ευγενικά που δεν κατάφερε να τα αφιερώσει τον χρόνο που όφειλε.
Ειδικά η σκηνή του τέλους είναι απροκάλυπτα βεβιασμένη σε σημείο που να καταλήγει άκυρη.
Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθεί ότι μιλάμε για ένα franchise που κάθε φορά όλοι λένε ότι «κινείται στη σωστή κατεύθυνση», παρά το γεγονός ότι τη «σωστή κατεύθυνση» δεν είναι ούτε τόσο δύσκολο να την προβλέψει κανείς, αλλά ούτε και τόσο πρωτότυπη όσο φαντάζονται κάποιοι.
Από την άλλη, είναι πολλά τα franchise που καταστράφηκαν ακριβώς γιατί δεν έπραξαν τα αυτονόητα και ίσως αυτό να δικαιολογεί τον τίτλο του «καλοστεκούμενου franchise» που προσδίδεται στο συγκεκριμένο από το κοινό.
Καλά κρατιέται λοιπόν το franchise παρά τα προβληματάκια που υπάρχουν.
Δεν νομίζω ότι αυτά είναι ικανά να σας αποτρέψουν από το να το απολαύσετε.
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
9 October 2015 (USA)
Βλέπετε η μανία του Hollywood να καταστρέφει με ανούσια remakes τις κλασικές ταινίες τρόμου μαινόταν από τότε.
Τελικά η ταινία του Steven R. Monroe είχε καταφέρει να σταθεί αντάξια αυτής του 1978, ενώ υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι ήταν ακόμη πιο καλή.
Όταν η εταιρία παραγωγής ανακοίνωσε ότι θα υπάρξει και sequel στο remake, πολλοί θεώρησαν ότι επρόκειτο για μια κίνηση που ισοδυναμεί με αυτοκτονία.
Ο Steven R. Monroe όμως, επανήλθε με λίγο-πολύ την ίδια συνταγή, στην οποία προσέθεσε μερικά στοιχεία προς τη σωστή κατεύθυνση (κυκλώματα λευκής σαρκός κλπ) και δημιούργησε ελεύθερα, παραδίδοντας μια πιο προσωπική δουλειά που είχε πολλά πράγματα να πει.
Και ενώ ο Monroe απέδειξε ότι μπορεί να δώσει ένα επιτυχημένο sequel, έρχεται η τρίτη ταινία, την οποία αυτή τη φορά δεν σκηνοθετεί αυτός, αλλά ο R.D. Braunstein.
Τα κατάφερε άραγε ο Braunstein να σταθεί αντάξιος του προκατόχου του;
Στο Vengeance is Mine, η ηρωίδα της πρώτης ταινίας που και πάλι ενσαρκώνεται από την Sarah Butler (The Demented), δεν έχει ακόμη ξεπεράσει το τραγικό γεγονός του βιασμού της, γι’ αυτό και απρόθυμα παίρνει την απόφαση να γραφτεί σε μια ομάδα υποστήριξης γυναικών που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα.
Εκεί γνωρίζει την Marla (Jennifer Landon, με ρόλο σε αυτό το Banshee που έπαιζε και ο Βασιλόπουλος) η οποία φαίνεται να επικροτεί την αυτοδικία, διέπεται από δυναμισμό και γνωρίζει καλά πώς να βάζει τους σεξιστές που την παρενοχλούν στην θέση τους.
Οι δύο γυναίκες συνδέονται με μία ισχυρή φιλία, που όμως διακόπτεται απότομα όταν η Marla πέφτει ξανά θύμα βιασμού, που αυτή τη φορά συνοδεύεται από τον θάνατό της.
Η Jennifer – η πρωταγωνίστρια - διαπιστώνοντας την ανεπάρκεια των φορέων της δικαιοσύνης να δώσουν λύση στο θέμα, αποφασίζει να κάνει ό,τι έκανε στο παρελθόν για τον εαυτό της: Να πάρει τον νόμο στα χέρια της προκειμένου να εκδικηθεί για τη φίλη της.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν φαίνεται να αρκείται στον φόνο του εν λόγω βιαστή, αλλά έχει βαλθεί να ξεκάνει όλους όσους έχουν βλάψει τις γυναίκες της ομάδας ψυχοθεραπείας, αδυνατώντας πλέον να συγκρατήσει την μανία της, η οποία την ωθεί σε όλο και πιο ακραίες και αιματηρές ενέργειες.
Η ταινία του 1978 είχε κατηγορηθεί από πολλούς για επιφανειακή αντιμετώπιση του εγκλήματος του βιασμού και για …μισανδρία.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει όμως, ότι στο συγκεκριμένο υποείδος τρόμου, όπως είχε διαμορφωθεί από εκείνη την ταινία και από το Last House on the Left του Wes Craven, οι στερεότυπες και χοντροκομμένες συμπεριφορές των βιαστών αποτελούν ένα βασικό δομικό στοιχείο.
Έτσι λοιπόν μοιραία στα “rape and revenge films” εισερχόμαστε σε μία φιλμική πραγματικότητα όπου οι άντρες εμφανίζονται ως άξεστοι θήτες και οι γυναίκες ως θύματα, ανυπεράσπιστα στην αρχή, αλλά που από κάποιο σημείο κι έπειτα αποφασίζουν να ξεπλύνουν με αίμα το κακό που τις βρήκε.
Το Vengeance Is Mine πάει ένα βήμα παραπέρα δίνοντας κυρίως στην αρχή την αίσθηση ότι τόσο οι άντρες, όσο και οι γυναίκες, έχουν οχυρωθεί σε αντίπαλα στρατόπεδα, σε μία κοινωνία όπου το πολύτιμο συναίσθημα του έρωτα έχει αντικατασταθεί από έναν αμφίδρομο σεξισμό που ωθεί σε ενέργειες κυριαρχίας και υποταγής.
Ασφαλώς και υπάρχουν αυτοί που προσπαθούν φιλότιμα να εισχωρήσουν στο αντίπαλο στρατόπεδο με το καλό, όπως ο κακομοίρης ο συνάδελφος της Jennifer που μάταια επιδιώκει να βγει ένα ραντεβού μαζί της χωρίς να παρεξηγηθούν οι προθέσεις του, ή ο ντετέκτιβ που κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη με τον ορθόδοξο τρόπο, αλλά αριθμητικά φαίνεται να υπερτερούν όσοι παρενοχλούν, κακοποιούν και ευνοούν περισσότερο τους θήτες παρά τα θύματα.
Κι όμως, ακόμη και σε μια τέτοια τραβηγμένη από τα μαλλιά απεικόνιση της σκληρής πραγματικότητας, το σενάριο του Daniel Gilboy βρίθει από στοιχεία ενός συγκαλυμμένου και κατάμαυρου χιούμορ που σαρκάζει τα τεκταινόμενα και που ταυτόχρονα αυτοσαρκάζεται, χωρίς ωστόσο να κλείνει τις διόδους στους κοινωνικούς και φιλοσοφικούς προβληματισμούς που απορρέουν από αυτό.
Μοιάζει να σέβεται τη δραματικότητα των γεγονότων που αφηγείται, αλλά ταυτόχρονα να σατιρίζει τη χοντροκομμένη διαπραγμάτευση των rape and revenge films, σε σημείο που να μην ξέρεις αν σοβαρολογεί ή όχι.
Για την ακρίβεια ξέρεις ότι δεν σοβαρολογεί, αλλά το κάνει με έναν τρόπο που να μην φαίνεται κάτι τέτοιο κι αυτό είναι ένα ταλέντο που δεν περνάει απαρατήρητο.
Ασφαλώς δεν λείπει το gore και το αίμα από το όλο εγχείρημα, καθώς η Jennifer εμφανίζεται γι'ακόμη μια φορά ...αναγουλιαστικά δημιουργική στους τρόπους με τους οποίους παίρνει την εκδίκησή της.
Πλέον είναι σαν να βλέπεις το Death Wish με περισσότερο …τοματοπολτό και σκηνές φρίκης, πολλές εκ των οποίων είναι επί της ουσίας καλά χορογραφημένες μάχες σώμα με σώμα, που η Jennifer απλώς τις φαντάζεται.
Μία μεγάλη ένσταση που είχα στο πρώτο μισό, είναι ότι παραβλέπει το γεγονός πως πρόκειται για την ίδια γυναίκα που στην πρώτη ταινία ξεπάστρεψε τους βιαστές της.
Υποτίθεται ότι η Marla είναι η δυναμική και ότι η Jennifer είναι η πιο συγκρατημένη.
Σε αυτή την περίπτωση, η μεταστροφή που παρουσιάζει η προσωπικότητα της Jennifer στο δεύτερο μισό, θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση.
Επίσης σε αυτού του είδους τις ταινίες, η ανικανότητα του μηχανισμού της δικαιοσύνης καθίσταται εμφανής, όταν ο θύτης φτάνει μέχρι το δικαστήριο και εκεί αθωώνεται.
Εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο γιατί δεν φαίνεται να υπάρχει χρόνος.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο δεύτερο πρόβλημα του Vengeance Is Mine:
Θέλει να πει πολλά πράγματα μέσα στον πεπερασμένο κινηματογραφικό τρόμο, που σε πολλά σημεία – και κυρίως προς το φινάλε - μοιάζει να απολογείται ευγενικά που δεν κατάφερε να τα αφιερώσει τον χρόνο που όφειλε.
Ειδικά η σκηνή του τέλους είναι απροκάλυπτα βεβιασμένη σε σημείο που να καταλήγει άκυρη.
Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθεί ότι μιλάμε για ένα franchise που κάθε φορά όλοι λένε ότι «κινείται στη σωστή κατεύθυνση», παρά το γεγονός ότι τη «σωστή κατεύθυνση» δεν είναι ούτε τόσο δύσκολο να την προβλέψει κανείς, αλλά ούτε και τόσο πρωτότυπη όσο φαντάζονται κάποιοι.
Από την άλλη, είναι πολλά τα franchise που καταστράφηκαν ακριβώς γιατί δεν έπραξαν τα αυτονόητα και ίσως αυτό να δικαιολογεί τον τίτλο του «καλοστεκούμενου franchise» που προσδίδεται στο συγκεκριμένο από το κοινό.
Καλά κρατιέται λοιπόν το franchise παρά τα προβληματάκια που υπάρχουν.
Δεν νομίζω ότι αυτά είναι ικανά να σας αποτρέψουν από το να το απολαύσετε.
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
9 October 2015 (USA)
Post a Comment