Header Ads

Open Windows review

Πρόκειται για ένα τεχνολογικό θρίλερ χιτσκοκικού σασπένς σε σενάριο και σκηνοθεσία Nacho Vigalondo.

Τον δημιουργό αυτόν, τον γνώρισα το 2007 από το εξαιρετικό "Los cronocrímenes" ή αλλιώς Timecrimes, μία εξαιρετική ταινία επιστημονικής φαντασίας που αξιοποιούσε με πανέξυπνο τρόπο την ιδέα των χρονοταξιδιών και των time-loops.

Από τότε κιόλας ο Vigalondo είχε αποδείξει ότι διαθέτει το χάρισμα να σπαζοκεφαλιάζει τον θεατή χωρίς να τον κουράζει ούτε στιγμή.

Το σενάριο του Open Windows είναι εξίσου έξυπνο, αν και η πιο ουσιώδης καινοτομία που έχει να παρουσιάσει είναι το γεγονός ότι ολόκληρη η πλοκή του εμφανίζεται υπό μορφή παραθύρων υπολογιστή (windows) στην οθόνη ενός λάπτοπ.

Η συντριπτική πλειοψηφία των παραθύρων αυτών αντιστοιχούν σε κάμερες κινητών, κάμερες υπολογιστών και κάμερες ασφαλείας, που ένας χάκερ με το ψευδώνυμο Chord έχει επιτάξει προκειμένου να βάλει σε εφαρμογή το κακόβουλο σχέδιό του.

Ο απώτερος του στόχος έχει να κάνει με μία ηθοποιό που ονομάζεται Jill (Sasha Grey, Would You Rather) και προκειμένου να τον πραγματοποιήσει παγιδεύει έναν ανυποψίαστο φαν της, τον Nick Chambers (Elijah Wood, Grand Piano) σε ένα παιχνίδι γάτας και ποντικιού, εξωθώντας τον σε ενέργειες που δεν επιθυμεί και καθιστώντας τον εκβιαστικά συνένοχό του στο σχέδιο αυτό. 

Ο Nick έχει φτιάξει ένα μπλογκ στο ίντερνετ που είναι αφιερωμένο στην ηθοποιό.
Έχοντας ενημερωθεί ότι έχει κερδίσει ένα δείπνο μαζί της, μετέβη στην πόλη όπου γίνεται η παρουσίαση της νέας της ταινίας. 

Για κακή του τύχη όμως, ενώ βρίσκεται στο δωμάτιο που έχει κλείσει στο ίδιο ξενοδοχείο με την ηθοποιό, ο Chord έρχεται σε επαφή μαζί του μέσω skype στο λάπτοπ του, παριστάνοντας στην αρχή τον μάνατζερ της Jill. 

Σύντομα ο Nick διαπιστώνει με φρίκη ότι ο Chord σκοπεύει να τον χρησιμοποιήσει σαν μαριονέτα προκειμένου αρχικά να εκβιάσει και στη συνέχεια να απαγάγει τη Jill.

Μέχρι το φινάλε, δεν έχουμε τη δυνατότητα να δούμε το πρόσωπο του chord, απλώς ακούμε τη φωνή του και παρακολουθούμε τα «παράθυρα» που ανοίγει στην οθόνη του pc του και που όπως προείπα αντιστοιχούν σε κάμερες. 

Ακόμη και όταν ο ίδιος ο Chord εμφανίζεται σε ένα από αυτά τα παράθυρα έχει το πρόσωπό του καλυμμένο, με μία μεταμφίεση που θυμίζει αυτή του πρωταγωνιστή στο Cronocrímenes (φαίνεται πως ο Vigalondo έχει εμμονή με τις τρομακτικές μεταμφιέσεις).

Από την άλλη ο Elijah Wood, έχοντας εμπειρία στα θρίλερ από το Maniac, υποδύεται πολύ καλά το ευάλωτο θύμα που βρίσκεται στο έλεος του παρανοϊκού χάκερ, ενώ η Sasha Grey αποδεικνύει όπως και στο Would You Rather ότι το ερμηνευτικό της ταλέντο δεν περιορίζεται μόνο στο πορνό.

Όπως και στην προηγούμενη επιτυχία του, ο Vigalondo επιλέγει να παρουσιάσει την ιστορία του με έναν πολύ δύσκολο τρόπο και τα καταφέρνει στον μέγιστο δυνατό βαθμό. 

Όχι απλώς  η πλοκή ξεδιπλώνεται με το άνοιγμα και το κλείσιμο των παραθύρων του υπολογιστή (ή με το να μετακινείται η κάμερα από το ένα στο άλλο) αλλά ολόκληρη η ταινία είναι γυρισμένη σε πραγματικό χρόνο, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αληθοφανές.

Και όπως συμβαίνει στις ταινίες δράσης όπου όσο πιο λίγα είναι τα πλάνα που απαρτίζουν μία σκηνή μάχης, τόσο πιο καλή «χορογραφία» απαιτείται από τους ηθοποιούς που συμμετέχουν σε αυτή, έτσι και στο Open Windows υπάρχει μια εξίσου καλά σχεδιασμένη «χορογραφία εναλλαγής» των παραθύρων που ανοίγουν κάθε φορά, στην οποία μάλιστα  επιστρατεύεται ακόμη και η κινησιολογία των ηθοποιών.


Διότι υπάρχουν σκηνές που απαιτείται από τους ηθοποιούς να μετακινούν την κάμερα που τους παρακολουθεί προκειμένου να βλέπουμε κι εμείς τα όσα αντικρίζουν και – επαναλαμβάνω - όλα αυτά γίνονται σε πραγματικό χρόνο.

Κατά τα άλλα, υπάρχουν όλες οι αρετές ενός χιτσκοκικού σεναρίου με καφκικές αρετές, γεμάτο από ίντριγκες, ανατροπές, αποκαλύψεις, αλλά ακόμη και δράση.
Το γεγονός όμως ότι όλα τα παρακολουθούμε στην οθόνη ενός λάπτοπ, έχει και το τίμημά του.

Πρώτα απ’ όλα υπάρχουν σκηνές που μεγάλο τμήμα της δικής μας οθόνης το καταλαμβάνουν ανούσια wallpapers και παράθυρα με περιβάλλον DOS που δεν έχουν τίποτα απολύτως να μας πουν, ενώ τα παράθυρα στα οποία διαδραματίζεται η κυρίως δράση εμφανίζονται πολύ μικρά σε μέγεθος, με αποτέλεσμα τα δρώμενα που καταγράφονται εντός τους να μην φαίνονται καλά.

Άλλες φορές πάλι προκαλεί σύγχυση το γεγονός ότι η δράση μοιράζεται σε περισσότερα από δύο παράθυρα, ενώ αν υπήρχε ένα απλό split-screen θα αποδιδόταν πιο καλά.

Ευτυχώς αυτά τα προβλήματα υπάρχουν μόνο στην αρχή.  
Δυστυχώς, όταν αργότερα το όλο εγχείρημα βελτιώνεται αισθητά, ο τρόπος κινηματογράφησης αυτός έχει ήδη πάψει να είναι πρωτότυπος και ίσως να κουράσει κάποιους.

Η αλήθεια όμως είναι ότι και το σενάριο καθεαυτό έχει πολλά να προσφέρει, επομένως καλό είναι να αξιολογηθεί το έργο με βάση ΚΑΙ αυτό. 


Παρά το γεγονός ότι το Open Windows ξεπερνάει κατά πολύ το Cronocrímenes σε επίπεδο budget και παραγωγής, δεν τα κατάφερε να το ξεπεράσει ως σύνολο στη συνείδησή μου. 

Αυτή η σύγκριση όμως το αδικεί, διότι οτιδήποτε κι αν έβγαζε ο Vigalondo μετά το Cronocrímenes εμένα θα μου φαινόταν κατώτερο, καθώς μιλάμε για μια από τις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας που έχω δει τα τελευταία χρόνια.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι το Open Windows έχει αρετές που το ανταγωνίζονται στα ίσα και που παγιώνουν το συμπέρασμα ότι και τα δυο είναι έργα ενός πολύ εύστροφου δημιουργού.

Οι Ισπανοί γενικότερα έχουν καταφέρει να ξεκολλήσουν το είδος των θρίλερ που είχε βαλτώσει για κάποια περίοδο και να δώσουν πολλά και αξιόλογα δείγματα πάνω σε αυτό.
Το Open Windows  δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.

Βασίλης Γιαννάκης.




Release Dates:
10 March 2014 (SXSW)
18 July 2014 (Fantasia)
20 October 2014 (Toronto)
7 November 2014 (USA)