Horsehead review
To Horsehead είναι η πρώτη μεγάλου μήκους απόπειρα του Γάλλου Romain Basset που κατάφερε να αποσπάσει πολύ καλές κριτικές όπου κι αν προβλήθηκε, και βέβαια κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας στο 2o Horrorant Film Festival 'FRIGHT NIGHTS' της Αθήνας.
Μας παρουσιάζει την ιστορία της Jessica (Lilly-Fleur Pointeaux), που από παιδί ταλαιπωρείται από επαναλαμβανόμενους εφιάλτες τους οποίους δεν μπορεί να εξηγήσει.
Αυτή η εσωτερική αναζήτηση την οδήγησε στο να σπουδάσει την ψυχοφυσιολογία των ονείρων και να ακολουθήσει μια θεραπεία με τον Dr. Sean, με τον οποίο έχει επίσης συνάψει δεσμό.
Η ιστορία ξεκινά επίσημα όταν η Jessica επιστρέφει απρόθυμα στην οικογενειακή της κατοικία προκειμένου να παραστεί στην κηδεία της γιαγιάς της.
Εκεί συναντά την αυταρχική της μητέρα (Catriona MacColl, του επίσης βραβευμένου στο HFF 'FRIGHT NIGHTS', Chimeres) με την οποία δεν διατηρεί καλές σχέσεις και τον πατριό της (Murray Head), ο οποίος προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη της.
Κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης, οι εφιάλτες της θα χειροτερεύσουν και θα την οδηγήσουν στην ανακάλυψη ένοχων μυστικών από το παρελθόν.
Μέσα σε αυτούς, εξέχουσα θέση κατέχει ο αλογοκέφαλος, ένα δίποδο ον με κεφάλι αλόγου.
Η ταινία είναι σαφώς επηρεασμένη από την επιτυχημένη τάση που επικρατεί στον γαλλικό τρόμο τα τελευταία χρόνια και που κάποιοι την αποκαλούν fantasy-horror, παρόλο που η «ετικέτα» αυτή την αδικεί αρκετά.
Γνήσιος εκφραστής του συγκεκριμένου υποείδους αποτελεί το επιτυχημένο Livid των Alexandre Bustillo και Julien Maury, ενώ οι απαρχές τις σύλληψής του εντοπίζονται στα αξεπέραστα και κλασικά Suspiria και Inferno του μετρ Dario Argento.
Σε αυτά τα έργα παρακολουθούμε πλάνα απαράμιλλης και «παραμυθένιας» σύμφωνα με κάποιους ομορφιάς να συνυπάρχουν με αλλόκοτα στοιχεία που προκαλούν φρίκη και να εναλλάσσονται με σκηνές ωμού gore.
Το τελευταίο στοιχείο είναι που κερδίζει τις εντυπώσεις ημών των απανταχού horrorάδων, καθώς έχουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε στην ίδια ταινία τις αρετές των μεταφυσικών θρίλερ να συνδυάζονται άψογα με την βία των σλάσερ.
Το όλο μίγμα που προκύπτει από τον συνδυασμό αυτό, έχει αποδείξει ήδη ότι διαθέτει γερά θεμέλια προκειμένου να καταστεί κλασικό με την πάροδο του χρόνου.
Ενώ όμως η κριτική που ασκείται συνήθως στις ταινίες του Dario Argento είναι ότι είναι υπερβολικά αισθαντικές σε βαθμό που να μπορεί να τις δει κανείς μόνο σαν μια «έκθεση φωτογραφίας» και με την πλοκή να αποτελεί απλώς μια δικαιολογία για να συνδέσει την μία σκηνή με την άλλη, οι νεότεροι εκπρόσωποι αυτής της αισθητικής έχουν προσέξει αυτό το στοιχείο κάπως περισσότερο.
Στις ταινίες τους, η πλοκή είναι αυτή που δημιουργεί τα εντυπωσιακά πλάνα και όχι το αντίστροφο.
Έτσι στο Horsehead το στοιχείο που δικαιολογεί την γλύκα των χρωμάτων και την παραμυθένια ατμόσφαιρα είναι το γεγονός ότι στο μεγαλύτερο μέρος του η Jessica κοιμάται και ονειρεύεται.
Το ίδιο ισχύει και για τις καλοφτιαγμένες σκηνές σουρεαλιστικού gore και αισθησιακού γυμνού, με το τελευταίο να αιτιολογείται από τις φροϋδικές αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες είναι σχεδόν αδύνατον να μην βλέπει κάποιος σεξουαλικά όνειρα, ακόμη και αν δεν τα θυμάται την επόμενη μέρα.
Κάπως έτσι, ερχόμαστε στο στοιχείο που έχει τη δυναμική να προσδώσει στο Horsehead τη διαχρονικότητα και είναι το γεγονός ότι ο Basset έχει σπουδάσει σχολαστικά το αντικείμενο που διαπραγματεύεται και που είναι τα όνειρα.
Ήδη από την αρχή της ταινίας ακούμε τα λόγια του Dr. Sean που λέει ότι ο «αλογοκέφαλος» σύμφωνα με τον Carl Jung αποτελεί μια αρχετυπική φιγούρα που συμβολίζει την μητέρα.
Μας δίνει έτσι μια έξοχη πάσα προκειμένου να καταλάβουμε ότι η αυταρχική μητέρα της Jessica παίζει έναν ρόλο-κλειδί στην εξέλιξη της υπόθεσης.
Η αλήθεια όμως είναι ότι τα λόγια του Dr Sean – που κατά τη διάρκεια του έργου μόνο τον ακούμε και δεν τον βλέπουμε - δεν απηχούν ούτε στο 1/10 τις γνώσεις που πραγματικά είχε ο Basset για να γράψει αυτό το σενάριο.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούν την ψευδοεπιστήμη που απαιτείται από την πλοκή προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από τη μια φαντασμαγορική σκηνή στην επόμενη.
Η αληθινή επιστημονική γνώση που κατέχει ο Basset δεν παρέχεται ως μασημένη τροφή, αλλά οπτικοποιημένη, με έναν τρόπο που μόνο ο μυημένος θεατής μπορεί να ανακαλύψει.
Μπορώ να αναφέρω άφθονα τέτοια παραδείγματα.
Καταρχήν ο «αλογοκέφαλος» της ταινίας, είναι μια από τις μορφές με την οποία εκδηλώνεται στη λαογραφία η λεγόμενη «Μόρα» ή «Βραχνάς» που αναστατώνει τον ύπνο των ανθρώπων.
Το φαινόμενο αυτό έχει εξηγηθεί επιστημονικά και ονομάζεται «υπνική παράλυση», αλλά μέχρι σήμερα είναι ανεξήγητος ο λόγος που όσοι τη βιώνουν βλέπουν πάνω-κάτω τα ίδια οράματα.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι ίσως έχει να κάνει με την φυλετική μνήμη.
Η φυλετική μνήμη και η κληρονομικότητα κατέχουν επίσης εξέχουσα θέση στην ταινία του Basset, όπως επίσης και οι θεωρίες της σύγχρονης ψυχολογίας σχετικά με τις ενοχές, την ενδοοικογενειακή καταπίεση, τις ψυχικές διαταραχές και την έντονη θρησκοληψία.
Το κερασάκι στην τούρτα αποτελεί η τελική μάχη της Jessica με τον αλογοκέφαλο, ο οποίος στην εν λόγω σκηνή εμφανίζεται ως «ο φύλακας της πύλης», μία οντότητα για την οποία έχουν αφιερώσει κάμποσο μελάνι οι διάφοροι αποκρυφιστές ανά τον κόσμο.
Τέλος, στους εφιάλτες της η Jessica βλέπει τη γιαγιά της να της λέει ότι ψάχνει ένα κλειδί και αυτό αποτελεί άμεση αναφορά στους γρίφους που ο Dario Argento θέτει στους πρωταγωνιστές του στις δικές του ταινίες.
Από τα παραπάνω μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η ταινία είναι πραγματικά ψαγμένη, χωρίς να το διαλαλεί ούτε στο ελάχιστο και δεν παριστάνει την ψαγμένη χωρίς να είναι, όπως έχουμε δει πολλές φορές σε αντίστοιχα πονήματα.
Επίσης από τα δύο στοιχεία που έχουν καταστήσει το έργο του μεγάλου συγγραφέα H.P. Lovecraft αξεπέραστο στον τρόμο που προκαλεί στους αναγνώστες και που είναι η αληθοφάνεια και ο υπαινιγμός, το δεύτερο (ο υπαινιγμός) αξιοποιείται από το Horsehead στο έπακρο.
Το πρώτο έχει βρει εφαρμογή από κινηματογραφικής άποψης κυρίως στις found footage ταινίες και δεν είναι το ζητούμενό μας εδώ πέρα.
Δεν είναι μόνο οι αποκρυφιστικές και επιστημονικές γνώσεις του δημιουργού του τις οποίες το Horsehead υπαινίσσεται, αλλά και τα σημαντικότερα ζητήματα της κεντρικής πλοκής του που είναι τα μυστήρια σχετικά με το τι οδήγησε στον θάνατο τη γιαγιά της Jessica και το ποιος είναι ο βιολογικός της πατέρας.
Οι απαντήσεις δεν δίνονται έτοιμες στο πιάτο αλλά καλείται ο θεατής να βάλει το μυαλό του σε λειτουργία – να συνδέσει τις τελείες - προκειμένου να σχηματίσει την πλήρη εικόνα.
Ακόμη και μετά το τέλος της, η ταινία δεν καθιστά σαφές το αν η αλήθεια που ανακάλυψε η Jessica έχει πραγματική υπόσταση ή αν πρόκειται απλώς για παράγωγο της διαταραγμένης της ψυχοσύνθεσης.
Και πάλι, ο θεατής καλείται να δώσει την απάντηση με βάση την προσωπική του κρίση.
Με βάση όλα όσα αναφέρθηκαν ως τώρα, καταλαβαίνει κανείς πως το Horsehead δεν έχει ανάγκη τα τεχνικά μέρη προκειμένου να θεωρηθεί μια καλή ταινία, ακόμη και σε αυτά όμως εμφανίζεται άψογο.
Η σκηνοθεσία παντρεύει αρμονικά την παραμυθένια ομορφιά με την φρίκη, οι ερμηνείες κυμαίνονται από καλές έως πολύ καλές και τα περισσότερα από τα οπτικά εφέ είναι φτιαγμένα με μεράκι.
Δεν μπορώ να είμαι πραγματικά αντικειμενικός με αυτού του τύπου τις ταινίες εφόσον πρόκειται για το πιο αγαπημένο μου είδος κινηματογραφικού τρόμου.
Εύχομαι μόνο να μυηθούν σε αυτό και πολλοί άλλοι.
Θα ήθελα να δω στο μέλλον πολλές άλλες δουλειές μεγάλου μήκους από τον ίδιο σκηνοθέτη.
Θα είχε ενδιαφέρον επίσης αν του ανέθεταν να αναβιώσει το franchise του «Εφιάλτη στον Δρόμο με τις Λεύκες» γιατί σίγουρα είναι από τους λίγους που έχουν την ικανότητα να επιστρέψουν τον χαρακτήρα του Freddie Krueger στις παλιές του δόξες.
Για το Suspiria, ο τραγουδιστής Alice Cooper είχε πει ότι «είναι αυτό που νομίζεις ότι αποτελεί μια ταινία τρόμου, όταν οι γονείς σου δεν σου επιτρέπουν να δεις ταινίες τρόμου».
Ε, κάτι τέτοιο για είναι μένα και το σαφώς επηρεασμένο από την παραπάνω ταινία Horsehead.
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
11 March 2015 (France)
12 March 2015 (HFF FRIGHT NIGHTS)
Μας παρουσιάζει την ιστορία της Jessica (Lilly-Fleur Pointeaux), που από παιδί ταλαιπωρείται από επαναλαμβανόμενους εφιάλτες τους οποίους δεν μπορεί να εξηγήσει.
Αυτή η εσωτερική αναζήτηση την οδήγησε στο να σπουδάσει την ψυχοφυσιολογία των ονείρων και να ακολουθήσει μια θεραπεία με τον Dr. Sean, με τον οποίο έχει επίσης συνάψει δεσμό.
Η ιστορία ξεκινά επίσημα όταν η Jessica επιστρέφει απρόθυμα στην οικογενειακή της κατοικία προκειμένου να παραστεί στην κηδεία της γιαγιάς της.
Εκεί συναντά την αυταρχική της μητέρα (Catriona MacColl, του επίσης βραβευμένου στο HFF 'FRIGHT NIGHTS', Chimeres) με την οποία δεν διατηρεί καλές σχέσεις και τον πατριό της (Murray Head), ο οποίος προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη της.
Κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης, οι εφιάλτες της θα χειροτερεύσουν και θα την οδηγήσουν στην ανακάλυψη ένοχων μυστικών από το παρελθόν.
Μέσα σε αυτούς, εξέχουσα θέση κατέχει ο αλογοκέφαλος, ένα δίποδο ον με κεφάλι αλόγου.
Η ταινία είναι σαφώς επηρεασμένη από την επιτυχημένη τάση που επικρατεί στον γαλλικό τρόμο τα τελευταία χρόνια και που κάποιοι την αποκαλούν fantasy-horror, παρόλο που η «ετικέτα» αυτή την αδικεί αρκετά.
Γνήσιος εκφραστής του συγκεκριμένου υποείδους αποτελεί το επιτυχημένο Livid των Alexandre Bustillo και Julien Maury, ενώ οι απαρχές τις σύλληψής του εντοπίζονται στα αξεπέραστα και κλασικά Suspiria και Inferno του μετρ Dario Argento.
Σε αυτά τα έργα παρακολουθούμε πλάνα απαράμιλλης και «παραμυθένιας» σύμφωνα με κάποιους ομορφιάς να συνυπάρχουν με αλλόκοτα στοιχεία που προκαλούν φρίκη και να εναλλάσσονται με σκηνές ωμού gore.
Το τελευταίο στοιχείο είναι που κερδίζει τις εντυπώσεις ημών των απανταχού horrorάδων, καθώς έχουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε στην ίδια ταινία τις αρετές των μεταφυσικών θρίλερ να συνδυάζονται άψογα με την βία των σλάσερ.
Το όλο μίγμα που προκύπτει από τον συνδυασμό αυτό, έχει αποδείξει ήδη ότι διαθέτει γερά θεμέλια προκειμένου να καταστεί κλασικό με την πάροδο του χρόνου.
Ενώ όμως η κριτική που ασκείται συνήθως στις ταινίες του Dario Argento είναι ότι είναι υπερβολικά αισθαντικές σε βαθμό που να μπορεί να τις δει κανείς μόνο σαν μια «έκθεση φωτογραφίας» και με την πλοκή να αποτελεί απλώς μια δικαιολογία για να συνδέσει την μία σκηνή με την άλλη, οι νεότεροι εκπρόσωποι αυτής της αισθητικής έχουν προσέξει αυτό το στοιχείο κάπως περισσότερο.
Στις ταινίες τους, η πλοκή είναι αυτή που δημιουργεί τα εντυπωσιακά πλάνα και όχι το αντίστροφο.
Έτσι στο Horsehead το στοιχείο που δικαιολογεί την γλύκα των χρωμάτων και την παραμυθένια ατμόσφαιρα είναι το γεγονός ότι στο μεγαλύτερο μέρος του η Jessica κοιμάται και ονειρεύεται.
Το ίδιο ισχύει και για τις καλοφτιαγμένες σκηνές σουρεαλιστικού gore και αισθησιακού γυμνού, με το τελευταίο να αιτιολογείται από τις φροϋδικές αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες είναι σχεδόν αδύνατον να μην βλέπει κάποιος σεξουαλικά όνειρα, ακόμη και αν δεν τα θυμάται την επόμενη μέρα.
Κάπως έτσι, ερχόμαστε στο στοιχείο που έχει τη δυναμική να προσδώσει στο Horsehead τη διαχρονικότητα και είναι το γεγονός ότι ο Basset έχει σπουδάσει σχολαστικά το αντικείμενο που διαπραγματεύεται και που είναι τα όνειρα.
Ήδη από την αρχή της ταινίας ακούμε τα λόγια του Dr. Sean που λέει ότι ο «αλογοκέφαλος» σύμφωνα με τον Carl Jung αποτελεί μια αρχετυπική φιγούρα που συμβολίζει την μητέρα.
Μας δίνει έτσι μια έξοχη πάσα προκειμένου να καταλάβουμε ότι η αυταρχική μητέρα της Jessica παίζει έναν ρόλο-κλειδί στην εξέλιξη της υπόθεσης.
Η αλήθεια όμως είναι ότι τα λόγια του Dr Sean – που κατά τη διάρκεια του έργου μόνο τον ακούμε και δεν τον βλέπουμε - δεν απηχούν ούτε στο 1/10 τις γνώσεις που πραγματικά είχε ο Basset για να γράψει αυτό το σενάριο.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούν την ψευδοεπιστήμη που απαιτείται από την πλοκή προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από τη μια φαντασμαγορική σκηνή στην επόμενη.
Η αληθινή επιστημονική γνώση που κατέχει ο Basset δεν παρέχεται ως μασημένη τροφή, αλλά οπτικοποιημένη, με έναν τρόπο που μόνο ο μυημένος θεατής μπορεί να ανακαλύψει.
Μπορώ να αναφέρω άφθονα τέτοια παραδείγματα.
Καταρχήν ο «αλογοκέφαλος» της ταινίας, είναι μια από τις μορφές με την οποία εκδηλώνεται στη λαογραφία η λεγόμενη «Μόρα» ή «Βραχνάς» που αναστατώνει τον ύπνο των ανθρώπων.
Το φαινόμενο αυτό έχει εξηγηθεί επιστημονικά και ονομάζεται «υπνική παράλυση», αλλά μέχρι σήμερα είναι ανεξήγητος ο λόγος που όσοι τη βιώνουν βλέπουν πάνω-κάτω τα ίδια οράματα.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι ίσως έχει να κάνει με την φυλετική μνήμη.
Η φυλετική μνήμη και η κληρονομικότητα κατέχουν επίσης εξέχουσα θέση στην ταινία του Basset, όπως επίσης και οι θεωρίες της σύγχρονης ψυχολογίας σχετικά με τις ενοχές, την ενδοοικογενειακή καταπίεση, τις ψυχικές διαταραχές και την έντονη θρησκοληψία.
Το κερασάκι στην τούρτα αποτελεί η τελική μάχη της Jessica με τον αλογοκέφαλο, ο οποίος στην εν λόγω σκηνή εμφανίζεται ως «ο φύλακας της πύλης», μία οντότητα για την οποία έχουν αφιερώσει κάμποσο μελάνι οι διάφοροι αποκρυφιστές ανά τον κόσμο.
Τέλος, στους εφιάλτες της η Jessica βλέπει τη γιαγιά της να της λέει ότι ψάχνει ένα κλειδί και αυτό αποτελεί άμεση αναφορά στους γρίφους που ο Dario Argento θέτει στους πρωταγωνιστές του στις δικές του ταινίες.
Από τα παραπάνω μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η ταινία είναι πραγματικά ψαγμένη, χωρίς να το διαλαλεί ούτε στο ελάχιστο και δεν παριστάνει την ψαγμένη χωρίς να είναι, όπως έχουμε δει πολλές φορές σε αντίστοιχα πονήματα.
Επίσης από τα δύο στοιχεία που έχουν καταστήσει το έργο του μεγάλου συγγραφέα H.P. Lovecraft αξεπέραστο στον τρόμο που προκαλεί στους αναγνώστες και που είναι η αληθοφάνεια και ο υπαινιγμός, το δεύτερο (ο υπαινιγμός) αξιοποιείται από το Horsehead στο έπακρο.
Το πρώτο έχει βρει εφαρμογή από κινηματογραφικής άποψης κυρίως στις found footage ταινίες και δεν είναι το ζητούμενό μας εδώ πέρα.
Δεν είναι μόνο οι αποκρυφιστικές και επιστημονικές γνώσεις του δημιουργού του τις οποίες το Horsehead υπαινίσσεται, αλλά και τα σημαντικότερα ζητήματα της κεντρικής πλοκής του που είναι τα μυστήρια σχετικά με το τι οδήγησε στον θάνατο τη γιαγιά της Jessica και το ποιος είναι ο βιολογικός της πατέρας.
Οι απαντήσεις δεν δίνονται έτοιμες στο πιάτο αλλά καλείται ο θεατής να βάλει το μυαλό του σε λειτουργία – να συνδέσει τις τελείες - προκειμένου να σχηματίσει την πλήρη εικόνα.
Ακόμη και μετά το τέλος της, η ταινία δεν καθιστά σαφές το αν η αλήθεια που ανακάλυψε η Jessica έχει πραγματική υπόσταση ή αν πρόκειται απλώς για παράγωγο της διαταραγμένης της ψυχοσύνθεσης.
Και πάλι, ο θεατής καλείται να δώσει την απάντηση με βάση την προσωπική του κρίση.
Με βάση όλα όσα αναφέρθηκαν ως τώρα, καταλαβαίνει κανείς πως το Horsehead δεν έχει ανάγκη τα τεχνικά μέρη προκειμένου να θεωρηθεί μια καλή ταινία, ακόμη και σε αυτά όμως εμφανίζεται άψογο.
Η σκηνοθεσία παντρεύει αρμονικά την παραμυθένια ομορφιά με την φρίκη, οι ερμηνείες κυμαίνονται από καλές έως πολύ καλές και τα περισσότερα από τα οπτικά εφέ είναι φτιαγμένα με μεράκι.
Δεν μπορώ να είμαι πραγματικά αντικειμενικός με αυτού του τύπου τις ταινίες εφόσον πρόκειται για το πιο αγαπημένο μου είδος κινηματογραφικού τρόμου.
Εύχομαι μόνο να μυηθούν σε αυτό και πολλοί άλλοι.
Θα ήθελα να δω στο μέλλον πολλές άλλες δουλειές μεγάλου μήκους από τον ίδιο σκηνοθέτη.
Θα είχε ενδιαφέρον επίσης αν του ανέθεταν να αναβιώσει το franchise του «Εφιάλτη στον Δρόμο με τις Λεύκες» γιατί σίγουρα είναι από τους λίγους που έχουν την ικανότητα να επιστρέψουν τον χαρακτήρα του Freddie Krueger στις παλιές του δόξες.
Για το Suspiria, ο τραγουδιστής Alice Cooper είχε πει ότι «είναι αυτό που νομίζεις ότι αποτελεί μια ταινία τρόμου, όταν οι γονείς σου δεν σου επιτρέπουν να δεις ταινίες τρόμου».
Ε, κάτι τέτοιο για είναι μένα και το σαφώς επηρεασμένο από την παραπάνω ταινία Horsehead.
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
11 March 2015 (France)
12 March 2015 (HFF FRIGHT NIGHTS)
Post a Comment