Cannibal review
Το Cannibal είναι συμπαραγωγή Ισπανίας και Ρουμανίας σε σκηνοθεσία Manuel Martín Cuenca που βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα του Humberto Arenal.
Η πρώτη του προβολή έγινε το 2013 στο Toronto International Film Festival όπου απέσπασε καλές κριτικές.
Ο Antonio de la Torre (La Isla Minima) υποδύεται τον Carlos, έναν ευγενικό και μοναχικό ράφτη της Γρανάδα, που τις νύχτες δολοφονεί γυναίκες και τρώει το κρέας τους.
Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους κατά συρροή δολοφόνους, δεν δείχνει να αμφιταλαντεύεται για τα όσα κάνει, ούτε και να νιώθει ενοχές.
Κάποια στιγμή γνωρίζει μια Ρουμάνα γειτόνισσά του, την Alexandra (Olimpia Melinte), η οποία έχει μετακομίσει στην Ισπανία μαζί με την αδελφή της τη Nina (η Melinte σε διπλό ρόλο).
H Alexandra έχει την ίδια τύχη με όλα τα προηγούμενα θύματα του δολοφόνου, ενώ όταν λίγο αργότερα η Nina έρχεται στο κατώφλι του αναζητώντας τα ίχνη της, ο Carlos γνωρίζει για πρώτη φορά τον έρωτα.
Το αντισυμβατικό αυτό love story είναι το κυρίαρχο στοιχείο της όλης υπόθεσης και παρουσιάζεται με περισσή ευαισθησία παρά την ωμότητα των πράξεων του πρωταγωνιστή – που κι αυτές ακόμη δεν παρουσιάζονται on camera.
Η art house αισθητική βοηθά στην γλαφυρή απεικόνιση της μοναξιάς του νιτσεϊκού αυτού χαρακτήρα, κυρίως στο πρώτο μισό και μπολιάζει με συναίσθημα το ρομάντζο στο δεύτερο μισό.
Με τον τρόπο αυτό, το Cannibal απευθύνεται στο μυαλό και στην καρδιά των θεατών χωρίς να ανακατεύει τα ευαίσθητα στομάχια όπως κάνουν οι ταινίες με την ίδια θεματολογία.
Οι ίντριγκες και το σασπένς δεν απουσιάζουν από το όλο μίγμα, ενώ το δράμα ακολουθεί τις κλασικές και βραβευμένες φόρμουλες που κατά κανόνα δημιουργούν μια αίσθηση πληρότητας μετά το τέλος της ιστορίας.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια «εξήγηση» για τις γαστρονομικές επιλογές του πρωταγωνιστή συγκαταλέγεται στα θετικά, ενώ η πολυδιάστατη και καινοτόμα κινηματογράφηση με τα αργά και στατικά πλάνα –όπως αυτό της σκηνής στο βενζινάδικο στην αρχή της ταινίας- απορροφούν τον θεατή βυθίζοντάς τον στον κόσμο που συντίθεται από τις εικόνες και τις επί μέρους πλοκές.
Ασφαλώς πρόκειται για μια ταινία που απευθύνεται σε πολύ συγκεκριμένο κοινό.
Πολλοί είναι αυτοί που θα τη βρουν «αργή» και βαρετή μέχρι θανάτου, ενώ όσοι ανυπομονούν να δουν εντόσθια και συκωταριές, μάλλον θα απογοητευτούν.
Είναι όμως αυτή ακριβώς η διαφοροποίηση σε σχέση με τα έργα παρόμοιας θεματικής που επιδιώκει ο Cuenca και αν κρίνουμε από την μέχρι τώρα αποδοχή που είχε η όλη απόπειρα μπορούμε να πούμε ότι του βγήκε σε καλό, καθώς υπάρχουν πολλοί που συμμερίστηκαν τις ιδιαίτερες και αρκετά πρωτότυπες επιλογές του που προσέδωσαν στο Cannibal τη δική του ξεχωριστή ταυτότητα.
Από την άλλη βέβαια, ακόμη κι όσοι από εμάς εκτιμούμε αυτή την προσέγγιση, δύσκολα μπορούμε να μπούμε στη διαδικασία να την δούμε να επαναλαμβάνεται και σε άλλες ταινίες του είδους.
Πάνω απ’ όλα είμαστε φαν του τρόμου και λογικό είναι να μην θέλουμε να εκλείψει το στοιχείο του σπλάτερ και τα μακάβρια εφέ από το σύνολο των ταινιών που βλέπουμε.
Τέλος, ακόμη και για art house ταινία, το Cannibal δίνει την αίσθηση ότι διαρκεί παραπάνω απ’ όσο πρέπει (το πόσο παραπάνω, διαφέρει ανάλογα με προσωπικό γούστο του θεατή).
Παρά τα επί μέρους ζητήματα που άπτονται του υποκειμενισμού του καθενός, το Cannibal αποτελεί σίγουρα μια διαφορετική πρόταση στον χώρο του κινηματογραφικού τρόμου και είναι καλό να του δώσει κανείς μια ευκαιρία προκειμένου να αποφανθεί αν τον κάνει να βαρεθεί ή αν θα το εκτιμήσει για τη διαφορετικότητά του.
Εγώ τείνω προς τη δεύτερη επιλογή.
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
6 September 2013 (Toronto Film Festival)
11 October 2013 (Spain)
25 July 2014 (USA)
Canibal trailer από Horrorant
Η πρώτη του προβολή έγινε το 2013 στο Toronto International Film Festival όπου απέσπασε καλές κριτικές.
Ο Antonio de la Torre (La Isla Minima) υποδύεται τον Carlos, έναν ευγενικό και μοναχικό ράφτη της Γρανάδα, που τις νύχτες δολοφονεί γυναίκες και τρώει το κρέας τους.
Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους κατά συρροή δολοφόνους, δεν δείχνει να αμφιταλαντεύεται για τα όσα κάνει, ούτε και να νιώθει ενοχές.
Κάποια στιγμή γνωρίζει μια Ρουμάνα γειτόνισσά του, την Alexandra (Olimpia Melinte), η οποία έχει μετακομίσει στην Ισπανία μαζί με την αδελφή της τη Nina (η Melinte σε διπλό ρόλο).
H Alexandra έχει την ίδια τύχη με όλα τα προηγούμενα θύματα του δολοφόνου, ενώ όταν λίγο αργότερα η Nina έρχεται στο κατώφλι του αναζητώντας τα ίχνη της, ο Carlos γνωρίζει για πρώτη φορά τον έρωτα.
Το αντισυμβατικό αυτό love story είναι το κυρίαρχο στοιχείο της όλης υπόθεσης και παρουσιάζεται με περισσή ευαισθησία παρά την ωμότητα των πράξεων του πρωταγωνιστή – που κι αυτές ακόμη δεν παρουσιάζονται on camera.
Η art house αισθητική βοηθά στην γλαφυρή απεικόνιση της μοναξιάς του νιτσεϊκού αυτού χαρακτήρα, κυρίως στο πρώτο μισό και μπολιάζει με συναίσθημα το ρομάντζο στο δεύτερο μισό.
Με τον τρόπο αυτό, το Cannibal απευθύνεται στο μυαλό και στην καρδιά των θεατών χωρίς να ανακατεύει τα ευαίσθητα στομάχια όπως κάνουν οι ταινίες με την ίδια θεματολογία.
Οι ίντριγκες και το σασπένς δεν απουσιάζουν από το όλο μίγμα, ενώ το δράμα ακολουθεί τις κλασικές και βραβευμένες φόρμουλες που κατά κανόνα δημιουργούν μια αίσθηση πληρότητας μετά το τέλος της ιστορίας.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια «εξήγηση» για τις γαστρονομικές επιλογές του πρωταγωνιστή συγκαταλέγεται στα θετικά, ενώ η πολυδιάστατη και καινοτόμα κινηματογράφηση με τα αργά και στατικά πλάνα –όπως αυτό της σκηνής στο βενζινάδικο στην αρχή της ταινίας- απορροφούν τον θεατή βυθίζοντάς τον στον κόσμο που συντίθεται από τις εικόνες και τις επί μέρους πλοκές.
Ασφαλώς πρόκειται για μια ταινία που απευθύνεται σε πολύ συγκεκριμένο κοινό.
Πολλοί είναι αυτοί που θα τη βρουν «αργή» και βαρετή μέχρι θανάτου, ενώ όσοι ανυπομονούν να δουν εντόσθια και συκωταριές, μάλλον θα απογοητευτούν.
Είναι όμως αυτή ακριβώς η διαφοροποίηση σε σχέση με τα έργα παρόμοιας θεματικής που επιδιώκει ο Cuenca και αν κρίνουμε από την μέχρι τώρα αποδοχή που είχε η όλη απόπειρα μπορούμε να πούμε ότι του βγήκε σε καλό, καθώς υπάρχουν πολλοί που συμμερίστηκαν τις ιδιαίτερες και αρκετά πρωτότυπες επιλογές του που προσέδωσαν στο Cannibal τη δική του ξεχωριστή ταυτότητα.
Από την άλλη βέβαια, ακόμη κι όσοι από εμάς εκτιμούμε αυτή την προσέγγιση, δύσκολα μπορούμε να μπούμε στη διαδικασία να την δούμε να επαναλαμβάνεται και σε άλλες ταινίες του είδους.
Πάνω απ’ όλα είμαστε φαν του τρόμου και λογικό είναι να μην θέλουμε να εκλείψει το στοιχείο του σπλάτερ και τα μακάβρια εφέ από το σύνολο των ταινιών που βλέπουμε.
Τέλος, ακόμη και για art house ταινία, το Cannibal δίνει την αίσθηση ότι διαρκεί παραπάνω απ’ όσο πρέπει (το πόσο παραπάνω, διαφέρει ανάλογα με προσωπικό γούστο του θεατή).
Παρά τα επί μέρους ζητήματα που άπτονται του υποκειμενισμού του καθενός, το Cannibal αποτελεί σίγουρα μια διαφορετική πρόταση στον χώρο του κινηματογραφικού τρόμου και είναι καλό να του δώσει κανείς μια ευκαιρία προκειμένου να αποφανθεί αν τον κάνει να βαρεθεί ή αν θα το εκτιμήσει για τη διαφορετικότητά του.
Εγώ τείνω προς τη δεύτερη επιλογή.
Βασίλης Γιαννάκης.
Release Dates:
6 September 2013 (Toronto Film Festival)
11 October 2013 (Spain)
25 July 2014 (USA)
Canibal trailer από Horrorant
Post a Comment