Header Ads

Παγιδευμένη Ψυχή: Κεφάλαιο 3 - Insidious Chapter 3 review

Ανήκω στην πολύ μικρή μειοψηφία που θεώρησε τα δύο πρώτα «κεφάλαια» αυτού του franchise πολύ καλύτερα από το “The Conjouring” που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με το δεύτερο μέρος.

Ο λόγος είναι ότι υπάρχουν πάντα στην γραφή του Leigh Whannell πολλά στοιχεία που μπορούν να ανεβάσουν την ιστορία που οπτικοποιείται κάθε φορά και που την κάνει να δείχνει ότι διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα μεταφυσικά θρίλερ, ακόμη κι αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο πραγματικά.

Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλλε ως τώρα και η ιδιαίτερη σκηνοθεσία του James Wan, ο οποίος είναι μαέστρος στον τρόπο που διαχειρίζεται τα ξεσπάσματα της έντασης που απορρέουν  από το κείμενο και που έχει αποδείξει ότι γνωρίζει πώς να παρέχει άφθονες τρομάρες στο κοινό.

Από το πρώτο Saw κιόλας, το δίδυμο Whannell και Wan απέδειξε ότι κατέχει την συνταγή της επιτυχίας. 
Οι δρόμοι τους χώρισαν προσωρινά όταν ο δεύτερος αποφάσισε να ασχοληθεί με το franchise του Fast and the Furious

Πολλοί ήταν αυτοί που αμφισβήτησαν ότι ο Whannell θα ανταπεξέλθει εξίσου καλά σαν σκηνοθέτης σε αυτό το τρίτο μέρος του Insidious τώρα που το franchise ορφάνεψε – έστω και προσωρινά - από έναν εκ των δύο δημιουργών του. 

Ωστόσο οι όποιες επιφυλάξεις υπήρχαν ξεπεράστηκαν από το εντυπωσιακό και καθ’ όλα άρτιο αποτέλεσμα, που σύμφωνα με μερικούς μάλιστα είναι καλύτερο ακόμη και από το πρώτο μέρος.

Το τρίτο κεφάλαιο του Insidious είναι ένα prequel που εξιστορεί την πρώτη αναμέτρηση του μέντιουμ Elise Rainier (Lin Shaye, Ouija) με τις νοσηρές οντότητες του «σκοτεινού κόσμου», καθώς συμφωνεί απρόθυμα να βοηθήσει μια έφηβη κοπέλα (Stefanie Scott, No Strings Attached) που έχει μπει στο στόχαστρό τους όταν επεδίωξε μια επικοινωνία με την νεκρή της μητέρα, αλλά ακόμη περισσότερο όταν τη χτύπησε ένα αυτοκίνητο κάνοντάς την να χάσει τις αισθήσεις της για λίγες ώρες.

Παρακολουθούμε επίσης το πώς γνωρίστηκε η Elise με τους μεταφυσικούς ερευνητές με τους οποίους συνεργάζεται στα δύο πρώτα κεφάλαια του franchise και την πρώτη της αναμέτρηση με το πνεύμα που στοίχειωσε την οικογένεια Lambert.

O Leigh Whannell σε αυτή την πρώτη του απόπειρα σαν σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται άψογα το γεγονός ότι έχει την ταινία υπό τον πλήρη έλεγχό του και επιστρατεύει την κινηματογράφηση των επί μέρους σκηνών με τέτοιον τρόπο ώστε να υπηρετούν αυτό που γνωρίζει καλά να κάνει: Το σενάριο και τους διαλόγους. 

Σε αντίθεση με την σπιρτόζικη σκηνοθεσία του Wan, αυτός δεν φαίνεται να βιάζεται καθόλου. 
Επιμένει στα πλάνα του με έναν τρόπο που δεν καταντά καθόλου κουραστικός για τον θεατή, αλλά αντίθετα αναδεικνύει επί μέρους τομείς του κειμένου.

Κάποιες σκηνές εμβαθύνουν περισσότερο στους χαρακτήρες, άλλες χτίζουν ατμόσφαιρα και άλλες προκαλούν το συναίσθημα της αγωνίας. 
Όλες πάντως έχουν να προσφέρουν κάτι το ουσιαστικό και καμία τους δεν μοιάζει να περισσεύει.


Οι διάλογοι είναι πολύ καλά δουλεμένοι και οι ερμηνείες τους αναδεικνύουν σε μεγάλο βαθμό, κυρίως από τον  Dermot Mulroney (New Girl) που υποδύεται τον πατέρα και από την Stefanie Scott που αποδεικνύει ότι τα καταφέρνει πολύ καλά και σε σκοτεινότερες ταινίες από αυτές που μας έχει συνηθίσει.

Ο Whannell επίσης φαίνεται να έχει λάβει πολύ σοβαρά υπόψη του την κριτική που ασκείται τελευταία από μερίδα οπαδών των ταινιών τρόμου σχετικά με τα ξαφνιάσματα (jumpscares), σύμφωνα με την οποία «οτιδήποτε πετάγεται απότομα μπροστά στην κάμερα μπορεί να προκαλέσει αντανακλαστικά τρόμου στο κοινό, είτε είναι πραγματικά τρομακτικό, είτε όχι». 

Αυτή η πολύ σωστή – κατά τ’ άλλα - θέση έχει οδηγήσει μερικούς στο ακραίο σημείου του να αφορίζουν τις ταινίες που περιέχουν έστω και μια μικρή υποψία από jumpscares, ακόμη και όταν αυτές έχουν και άλλες αρετές. 

Στο Insidious 3, o Whannell προτιμά να επιμένει εσκεμμένα, παρατείνοντας τον χρόνο των πλάνων του κάθε φορά που εμφανίζεται μία γκροτέσκα μορφή από τον σκοτεινό κόσμο, έτσι ώστε να αποδείξει ότι ο τρόμος που προκαλεί δεν βασίζεται στο ξάφνιασμα, αλλά στην όλη ατμόσφαιρα που συντίθεται από τον φωτισμό και τα καλοφτιαγμένα ειδικά εφέ.

Σαν σύνολο, το Insidious 3 έχει όλες εκείνες τις αρετές που αν έβγαινε πρώτο, θα έκανε τα Insidious και Insidious 2 να μοιάζουν σαν «κατώτερες συνέχειες» και από αυτή την άποψη καταφέρνει να κερδίσει το στοίχημα του να αποτελεί ένα επιτυχημένο prequel. 

Δυστυχώς το γεγονός ότι αναμασά την μυθολογία των δύο προηγούμενων χωρίς να προσθέτει τίποτα καινούργιο επί της ουσίας, το κάνει να χάνει πόντους. 
Ακόμη και το –σαφώς κατώτερο- δεύτερο μέρος είχε πολλά καινούργια πράγματα να προσφέρει από άποψη κεντρικής μυθολογίας. 

Το τρίτο, το μόνο που κάνει είναι να παρατείνει τις εξορμήσεις των ηρώων του στον σκοτεινό τρόμο προκειμένου ο θεατής να τον χορτάσει περισσότερο και παίρνοντας το ρίσκο ότι μπορεί τελικά να τον κουράσει, καθώς δεν έχει να προσφέρει επί της ουσίας κάτι το διαφορετικό.

Οι οπαδοί των δύο πρώτων «κεφαλαίων» πάντως, θα μείνουν σίγουρα ευχαριστημένοι αν του δώσουν μια ευκαιρία και δεν υπάρχει λόγος να επιτρέψουν την απουσία του James Wan να τους πτοήσει. 

Βασίλης Γιαννάκης.


Release Dates: 
5 June 2015 (USA)
25 June 2015 (Greece)