La Cueva review
Τα τελευταία χρόνια, η μόδα horror ταινιών τύπου found footage έχει αρχίσει να ξεφτίζει.
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί σκηνοθέτες προσπάθησαν να κάνουν ένα καινούριο The Blair Witch Project (1999) αποτυγχάνοντας όλοι παταγωδώς, καθώς η συγκεκριμένη ταινία είναι ίσως η καλύτερη του είδους.
Τα mockumentary δίνουν τη δυνατότητα σε νέους σκηνοθέτες να δείξουν την αγάπη τους και την αντίληψή τους για το είδος χωρίς να χρειαστεί να βρουν μια πλουσιοπάροχη παραγωγή , αλλά μία καλή κεντρική ιδέα και μια σοβαρή εκτέλεση.
Δυστυχώς και αυτά τα δύο είναι πολύ δύσκολα να βρεθούν αλλά μέσα από μια πληθώρα ταινιών του είδους μπορεί να υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο που να αξίζει.
Μία τέτοια περίπτωση είναι και το ισπανικό La Cueva.
Στην ταινία παρακολουθούμε μία παρέα πέντε φίλων (Marta Castellote, Xoel Fernandez, Eva Garcia-Vacas, Marcos Ortiz, Jorge Paez) να βρίσκονται στις διακοπές τους το καλοκαίρι και να κάνουν ελεύθερο camping (αν ήταν ελληνική ταινία θα έπρεπε να τους συλλάβουν οπωσδήποτε).
Όπως κάθε σεναριογράφος του είδους σέβεται τον εαυτό του, έτσι και εδώ η παρέα των πέντε φίλων δεν είπε σε κανέναν το πού ακριβώς πηγαίνουν, συνεπώς αν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα δεν θα μπορούσε κανείς να ξέρει που βρίσκονται.
Λίγο πριν βουτήξουν για ένα δροσερό μπάνιο στην θάλασσα, ένα εκ των αγοριών μπαίνει σε μια σπηλιά και πείθει και τους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν με σκοπό να την εξερευνήσουν.
Στην πορεία χάνονται και όπως είναι φυσικό ακολουθεί πανικός.
Οι κάμερες go pro βρίσκονται τοποθετημένες στα κεφάλια τους ώστε να καταγράψουν τα πάντα από την εξερεύνησή τους και κατά συνέπεια και του thriller που ακολουθεί.
Πρόκειται για μια κλασσική ιδέα χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με την πρώτη ματιά.
Όμως πέρα από την αστοχία του κλισέ που αναφέρθηκε πιο πάνω σχετικά με το ότι κανείς δεν γνωρίζει το που βρίσκεται η παρέα, σεναριακά η ιστορία είναι δοσμένη σωστά.
Δεν υπάρχουν φλυαρίες ούτε υπερβολές.
Η κορύφωση έρχεται στο κατάλληλο σημείο κρατώντας τον θεατή μέχρι το τέλος για 80 λεπτά.
Οι χαρακτήρες για το είδος της ταινίας αλλά και για την όλη τεχνοτροπία μας παρουσιάζονται έτσι ώστε να νιώθουμε ότι γνωρίζουμε τον καθένα από αυτούς όλο και περισσότερο όσο περνάει ο χρόνος.
Πρόκειται για την δεύτερη μεγάλου μήκους δουλειά του ισπανού σκηνοθέτη Alfredo Montero μετά το άγνωστο ως προς εμένα Ninas του 2006.
Ο Μοntero διαχειρίστηκε το θέμα του με σοβαρότητα και δείχνοντας ότι δεν πρόκειται να μας δώσει ακόμη μια κλασική found footage ιστορία.
Το σκηνικό της ταινίας αποτελείται από μια σπηλιά με πολύ κοφτερές πέτρες και σταλαγμίτες οι οποίοι αναγκάζουν τους ήρωές μας είτε να σέρνονται για να προχωρούν προς το βάθος της σπηλιάς, είτε να περπατούν σκυμμένοι.
Όλο αυτό το εκμεταλλεύτηκε ο Montero χρησιμοποιώντας την κάμερα όχι μόνο με το γνωστό κούνημα του είδους που πιάνει ναυτία τον μέσο θεατή μετά από μισή ώρα, αλλά χρησιμοποιώντας γωνίες λήψεις που υποδηλώνουν τη θέση των χαρακτήρων και το πόσο αυτοί πιέζονται προκειμένου να προχωρήσουν στη σπηλιά.
Το κλειστοφοβικό κλίμα συνδυάζεται με τα πλάνα τα οποία είναι πολλές φορές κοντινά και άλλες φορές λεπτομέρειας αφού οι ήρωες δεν έχουν την δυνατότητα να κρατούν αποστάσεις μεταξύ τους.
Η αγωνία και το άγχος χτίζεται διαρκώς καθώς φαινομενικά φαίνεται εύκολη η επιστροφή των πέντε ανθρώπων προς την έξοδο της σπηλιάς αλλά όπως αποδεικνύεται είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση.
Στην μεγέθυνση του σασπένς και της αγωνίας συμβάλει και το γεγονός ότι οι μπαταρίες από τους φακούς από κάποια ώρα και μετά αρχίζουν να τελειώνουν, κάτι το οποίο είναι καταδικαστικό για την παρέα των παιδιών αν λάβουμε ως δεδομένο οτι στην σπηλιά δεν περνάει ούτε μια δέσμη φωτός.
Είναι εντελώς σκοτεινά και στενά περάσματα.
Ένα ακόμη πολύ καλό στοιχείο για τον Montero αποτελούν και οι ερμηνείες των ηθοποιών, όπως επίσης και το πώς προσέγγισε τις εντάσεις και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις στην κατάσταση πανικού στην οποία βρίσκονται.
Οι εντάσεις εκδηλώνονται από τη στιγμή που υπάρχει ο πρώτος τραυματισμός και κλιμακώνονται με κάποιες κρίσεις πανικού και επιθετικές τάσεις τους ενός προς τον άλλον.
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές με τον πρωταγωνιστή και τις γυναικείες παρουσίες να κλέβουν την παράσταση.
Το γεγονός ότι ο Μontero κατάφερε να κάνει μια τέτοια ταινία σε ένα τόσο στενό και κλειστοφοβικό περιβάλλον που φαντάζομαι ότι είναι όλο φυσικό τοπίο, είναι εξαιρετικό επίτευγμα από μόνο του.
Η ταινία εκτός από τις έννοιες του φόβου και της παράνοιας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, θίγει και την έννοια του κανιβαλισμού όταν υπάρξει η απόλυτη ανάγκη επιβίωσης.
Η ανθρώπινη υπόσταση βρίσκεται σε ένα τεντωμένο σκηνή μπροστά στον θάνατο και αυτό ο ισπανός σκηνοθέτης μας το δίνει πολύ καλά να το καταλάβουμε.
Στην ταινία χύνονται πολλά λίτρα αίματος και το gore στοιχείο από ένα σημείο και μετά είναι έκδηλο και σε αφθονία.
Το πιο σημαντικό πρόβλημα της ταινίας είναι το γεγονός ότι σε κάποιο σημείο - το οποίο δεν πρέπει να αποκαλύψω διαφορετικά θα είναι spoiler - η κάμερα δεν είναι μία από τις go pro κάποιου χαρακτήρα αλλά είναι εντελώς έξω από τους ήρωες και την ιστορία.
Η κίνηση της κάμερας δεν το προδίδει και ο μέσος θεατής εκείνη τη στιγμή δεν το αντιλαμβάνεται γιατί υπάρχει το κούνημα που έχει συνηθίσει τόση ώρα το μάτι μας ΑΛΛΑ με αυτόν τον τρόπο χάνει την έννοιά του το είδος.
Το found footage είναι αυτό που λέει η ονομασία του.
Υλικό που βρέθηκε και παρακολουθούμε σαν θεατές αμοντάριστα πλάνα που τράβηξε ο προκάτοχος της κασέτας ή της κάμερας.
Με το να κουνιέται απλά η κάμερα δεν σημαίνει ότι είναι αυτό το είδος και ειδικά το πρόβλημα είναι όταν προσπαθούν όπως εδώ να το ΣΥΝΔΥΑΣΟΥΝ.
Ασυγχώρητο σκηνοθετικό λάθος, στο οποίο δυστυχώς υποπίπτουν πολλοί δημιουργοί του είδους γιατί πολύ απλά οι ιστορίες δεν μπορούν να δώσουν λύσεις από μόνες τους σε μια κάμερα που επιβιώνει μέχρι τέλους.
Δημήτρης Βαβάτσης.
Release Dates:
25 January 2014 (International Felm Festival Rotterdam)
May 2014 (Nocturna Madrid)
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί σκηνοθέτες προσπάθησαν να κάνουν ένα καινούριο The Blair Witch Project (1999) αποτυγχάνοντας όλοι παταγωδώς, καθώς η συγκεκριμένη ταινία είναι ίσως η καλύτερη του είδους.
Τα mockumentary δίνουν τη δυνατότητα σε νέους σκηνοθέτες να δείξουν την αγάπη τους και την αντίληψή τους για το είδος χωρίς να χρειαστεί να βρουν μια πλουσιοπάροχη παραγωγή , αλλά μία καλή κεντρική ιδέα και μια σοβαρή εκτέλεση.
Δυστυχώς και αυτά τα δύο είναι πολύ δύσκολα να βρεθούν αλλά μέσα από μια πληθώρα ταινιών του είδους μπορεί να υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο που να αξίζει.
Μία τέτοια περίπτωση είναι και το ισπανικό La Cueva.
Στην ταινία παρακολουθούμε μία παρέα πέντε φίλων (Marta Castellote, Xoel Fernandez, Eva Garcia-Vacas, Marcos Ortiz, Jorge Paez) να βρίσκονται στις διακοπές τους το καλοκαίρι και να κάνουν ελεύθερο camping (αν ήταν ελληνική ταινία θα έπρεπε να τους συλλάβουν οπωσδήποτε).
Όπως κάθε σεναριογράφος του είδους σέβεται τον εαυτό του, έτσι και εδώ η παρέα των πέντε φίλων δεν είπε σε κανέναν το πού ακριβώς πηγαίνουν, συνεπώς αν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα δεν θα μπορούσε κανείς να ξέρει που βρίσκονται.
Λίγο πριν βουτήξουν για ένα δροσερό μπάνιο στην θάλασσα, ένα εκ των αγοριών μπαίνει σε μια σπηλιά και πείθει και τους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν με σκοπό να την εξερευνήσουν.
Στην πορεία χάνονται και όπως είναι φυσικό ακολουθεί πανικός.
Οι κάμερες go pro βρίσκονται τοποθετημένες στα κεφάλια τους ώστε να καταγράψουν τα πάντα από την εξερεύνησή τους και κατά συνέπεια και του thriller που ακολουθεί.
Πρόκειται για μια κλασσική ιδέα χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με την πρώτη ματιά.
Όμως πέρα από την αστοχία του κλισέ που αναφέρθηκε πιο πάνω σχετικά με το ότι κανείς δεν γνωρίζει το που βρίσκεται η παρέα, σεναριακά η ιστορία είναι δοσμένη σωστά.
Δεν υπάρχουν φλυαρίες ούτε υπερβολές.
Η κορύφωση έρχεται στο κατάλληλο σημείο κρατώντας τον θεατή μέχρι το τέλος για 80 λεπτά.
Οι χαρακτήρες για το είδος της ταινίας αλλά και για την όλη τεχνοτροπία μας παρουσιάζονται έτσι ώστε να νιώθουμε ότι γνωρίζουμε τον καθένα από αυτούς όλο και περισσότερο όσο περνάει ο χρόνος.
Πρόκειται για την δεύτερη μεγάλου μήκους δουλειά του ισπανού σκηνοθέτη Alfredo Montero μετά το άγνωστο ως προς εμένα Ninas του 2006.
Ο Μοntero διαχειρίστηκε το θέμα του με σοβαρότητα και δείχνοντας ότι δεν πρόκειται να μας δώσει ακόμη μια κλασική found footage ιστορία.
Το σκηνικό της ταινίας αποτελείται από μια σπηλιά με πολύ κοφτερές πέτρες και σταλαγμίτες οι οποίοι αναγκάζουν τους ήρωές μας είτε να σέρνονται για να προχωρούν προς το βάθος της σπηλιάς, είτε να περπατούν σκυμμένοι.
Όλο αυτό το εκμεταλλεύτηκε ο Montero χρησιμοποιώντας την κάμερα όχι μόνο με το γνωστό κούνημα του είδους που πιάνει ναυτία τον μέσο θεατή μετά από μισή ώρα, αλλά χρησιμοποιώντας γωνίες λήψεις που υποδηλώνουν τη θέση των χαρακτήρων και το πόσο αυτοί πιέζονται προκειμένου να προχωρήσουν στη σπηλιά.
Το κλειστοφοβικό κλίμα συνδυάζεται με τα πλάνα τα οποία είναι πολλές φορές κοντινά και άλλες φορές λεπτομέρειας αφού οι ήρωες δεν έχουν την δυνατότητα να κρατούν αποστάσεις μεταξύ τους.
Η αγωνία και το άγχος χτίζεται διαρκώς καθώς φαινομενικά φαίνεται εύκολη η επιστροφή των πέντε ανθρώπων προς την έξοδο της σπηλιάς αλλά όπως αποδεικνύεται είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση.
Στην μεγέθυνση του σασπένς και της αγωνίας συμβάλει και το γεγονός ότι οι μπαταρίες από τους φακούς από κάποια ώρα και μετά αρχίζουν να τελειώνουν, κάτι το οποίο είναι καταδικαστικό για την παρέα των παιδιών αν λάβουμε ως δεδομένο οτι στην σπηλιά δεν περνάει ούτε μια δέσμη φωτός.
Είναι εντελώς σκοτεινά και στενά περάσματα.
Ένα ακόμη πολύ καλό στοιχείο για τον Montero αποτελούν και οι ερμηνείες των ηθοποιών, όπως επίσης και το πώς προσέγγισε τις εντάσεις και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις στην κατάσταση πανικού στην οποία βρίσκονται.
Οι εντάσεις εκδηλώνονται από τη στιγμή που υπάρχει ο πρώτος τραυματισμός και κλιμακώνονται με κάποιες κρίσεις πανικού και επιθετικές τάσεις τους ενός προς τον άλλον.
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές με τον πρωταγωνιστή και τις γυναικείες παρουσίες να κλέβουν την παράσταση.
Το γεγονός ότι ο Μontero κατάφερε να κάνει μια τέτοια ταινία σε ένα τόσο στενό και κλειστοφοβικό περιβάλλον που φαντάζομαι ότι είναι όλο φυσικό τοπίο, είναι εξαιρετικό επίτευγμα από μόνο του.
Η ταινία εκτός από τις έννοιες του φόβου και της παράνοιας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, θίγει και την έννοια του κανιβαλισμού όταν υπάρξει η απόλυτη ανάγκη επιβίωσης.
Η ανθρώπινη υπόσταση βρίσκεται σε ένα τεντωμένο σκηνή μπροστά στον θάνατο και αυτό ο ισπανός σκηνοθέτης μας το δίνει πολύ καλά να το καταλάβουμε.
Στην ταινία χύνονται πολλά λίτρα αίματος και το gore στοιχείο από ένα σημείο και μετά είναι έκδηλο και σε αφθονία.
Το πιο σημαντικό πρόβλημα της ταινίας είναι το γεγονός ότι σε κάποιο σημείο - το οποίο δεν πρέπει να αποκαλύψω διαφορετικά θα είναι spoiler - η κάμερα δεν είναι μία από τις go pro κάποιου χαρακτήρα αλλά είναι εντελώς έξω από τους ήρωες και την ιστορία.
Η κίνηση της κάμερας δεν το προδίδει και ο μέσος θεατής εκείνη τη στιγμή δεν το αντιλαμβάνεται γιατί υπάρχει το κούνημα που έχει συνηθίσει τόση ώρα το μάτι μας ΑΛΛΑ με αυτόν τον τρόπο χάνει την έννοιά του το είδος.
Το found footage είναι αυτό που λέει η ονομασία του.
Υλικό που βρέθηκε και παρακολουθούμε σαν θεατές αμοντάριστα πλάνα που τράβηξε ο προκάτοχος της κασέτας ή της κάμερας.
Με το να κουνιέται απλά η κάμερα δεν σημαίνει ότι είναι αυτό το είδος και ειδικά το πρόβλημα είναι όταν προσπαθούν όπως εδώ να το ΣΥΝΔΥΑΣΟΥΝ.
Ασυγχώρητο σκηνοθετικό λάθος, στο οποίο δυστυχώς υποπίπτουν πολλοί δημιουργοί του είδους γιατί πολύ απλά οι ιστορίες δεν μπορούν να δώσουν λύσεις από μόνες τους σε μια κάμερα που επιβιώνει μέχρι τέλους.
Δημήτρης Βαβάτσης.
Release Dates:
25 January 2014 (International Felm Festival Rotterdam)
May 2014 (Nocturna Madrid)
Post a Comment