Νορβηγία review
Η Νορβηγία είναι τo ντεμπούτο του Γιάννη Βεσλεμέ (aka Felizol), μια ιστορία βρικολάκων στην Αθήνα των '80s.
Επίσημη συμμετοχή στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Βάρι, Βραβείο Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Οι Βρικόλακες γίνονται οριακά αγαπημένοι χαρακτήρες των φεστιβάλ κινηματογράφου και αυτή η προσωπική τέχνη φέρει χαρακτηριστικά ενός μεταμοντέρνου είδους που συχνά κάνει χρήση της αίσθησης του χιούμορ.
1984. Βρισκόμαστε σε μια ουτοπική Αθήνα όπου καταφθάνει ο βρικόλακας Ζανό (Βαγγέλης Μουρίκης, Το Μικρό Ψάρι), φωτοφοβικός, δεινός χορευτής («αν σταματήσω να χορεύω θα σταματήσει κι η καρδιά μου να χτυπάει»), ρομαντική ψυχή, που το μόνο που ζητάει – εκτός από αλκοόλ και αίμα - είναι ένα «ζεστό κορίτσι».
Στη ντίσκο/καταγώγιο Ζαρντόζ γνωρίζει την πλανεύτρα πόρνη Αλίκη (Αλεξία Καλτσίκη, Στο Σπίτι) και το Νορβηγό ντίλερ Πίτερ (Daniel Bolda), οι οποίοι τον παρασέρνουν να φέρει εις πέρας μια δουλειά μαζί τους στα έγκατα της Πάρνηθας και από κει ξεκινά η περιπέτειά τους.
Όμως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται κι ο Ζανό σταδιακά συνειδητοποιεί ότι αυτό που έμοιαζε στην αρχή με ένα μεγάλο πάρτυ, στην ουσία είναι μια συνωμοσία περίτεχνα σχεδιασμένη αποκλειστικά γι΄αυτόν…
Ο Γιάννης Βεσλεμές στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του μας εισαγάγει σε έναν κόσμο φανταστικό, με vintage αισθητική, που ενισχύεται με στοιχεία steampunk, gothic στυλιζαρίσματος (χρήση κάμερας με κόκκο, πολύχρωμες εικόνες που έρχονται σε αντίθεση με τη γενικότερη σκοτεινή/εφιαλτική ατμόσφαιρα, φώτα νέον, κ.α.).
Η μουσική, γραμμένη από τον ίδιο τον σκηνοθέτη (με το ψευδώνυμο Felizol), δένει εξαιρετικά με την εικόνα συμβάλλοντας στην παραισθησιογόνα ατμόσφαιρα.
Ο ενθουσιασμός του ρυθμού προέρχεται επίσης από τη σημασία της μουσικής στη Νορβηγία, η οποία μέσα σε όλα έχει εμπνευστεί από ένα ελληνικό τραγούδι του Νέο Κύματους με το οποίο μοιράζεται και τον τίτλο.
Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στιλιστικής συνέργειας, που το κάνει να φαντάζει όλο αρκετά μοναδικό.
Είναι δύσκολο να μην αναγνωστεί μια αναπαράσταση της σύγχρονης ελληνικής κατάστασης στο πλαίσιο της ταινίας.
Παρ 'όλα αυτά, μπορούμε να πούμε χωρίς αμφιβολία ότι η Νορβηγία λειτουργεί πολύ καλύτερα ως μια διασκεδαστική ταινία τρόμου συνευρέσεων με διασκεδαστικές και παράξενες ανατροπές.
Στην κορυφή όλων, είναι περισσότερο από μια κριτική της σύγχρονης νοοτροπίας μιας και μπορεί κανείς να διαβάσει μια νοσταλγία του πολιτισμού της δεκαετίας του ογδόντα, καθότι και η ίδια η ταινία είναι σαν να έχει γυρισθεί το 80’.
Παρά το γεγονός αυτό, η επιτυχία της ταινίας θα εξαρτηθεί επίσης από το πόσο ο θεατής πρόκειται να πάρει την ταινία στα σοβαρά και αυτό είναι επίσης προς τα κάτω σε μια ορισμένη σύγχυση και μερικές φορές τετριμμένη θεματική προσέγγιση.
Κορυφώνεται με μια «συγκλονιστική» και αξέχαστη τελική αποκάλυψη.
Η ταινία σίγουρα λειτουργεί καλύτερα αν ληφθεί ως ένας Β-movie παραπόταμος μεταφρασμένος και εμπνευσμένος από το κοινωνικό-πολιτικό κλίμα της χώρας τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Παρά της φροντίδα της και το αναμφισβήτητο πάθος της, η Νορβηγία δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι η ιστορία της δεν είναι αρκετή για να καλύψει τα 75 λεπτά της διάρκειας της, κάνοντας φανερή την ανάγκη για παρακάμψεις και τεχνάσματα, που όσο φιλικά και αν είναι στο μάτι, δεν προχωρούν μπροστά την αφήγηση.
Ολόκληρη σχεδόν η δεύτερη πράξη είναι μια ξενάγηση στη μυθολογία του κόσμου της, χωρίς προφανή προορισμό αλλά με αναμφισβήτητο γούστο, κάτι που καλύπτει τεχνικώς τα ελαττώματα της, τονίζοντας την εικαστική της δύναμη.
Παρόλα αυτά, ο Βεσλεμές δίνει υπόσχεση για το μέλλον και αποδεικνύει ότι μπορεί να αλλοιώσεις τη φόρμουλα, παραμένοντας ταυτόχρονα επίκαιρος σχολιαστής.
Εξάλλου στη χαρακτηριστική ερώτηση της ταινίας '...βρικόλακας είσαι ρε μαλάκα ή ποιητής;'
Η σωστή απάντηση είναι και τα δυο!
Αναδημοσίευση από FilmBoy.
Release Dates:
1 January 2015 (Greece)
Επίσημη συμμετοχή στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Βάρι, Βραβείο Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Οι Βρικόλακες γίνονται οριακά αγαπημένοι χαρακτήρες των φεστιβάλ κινηματογράφου και αυτή η προσωπική τέχνη φέρει χαρακτηριστικά ενός μεταμοντέρνου είδους που συχνά κάνει χρήση της αίσθησης του χιούμορ.
1984. Βρισκόμαστε σε μια ουτοπική Αθήνα όπου καταφθάνει ο βρικόλακας Ζανό (Βαγγέλης Μουρίκης, Το Μικρό Ψάρι), φωτοφοβικός, δεινός χορευτής («αν σταματήσω να χορεύω θα σταματήσει κι η καρδιά μου να χτυπάει»), ρομαντική ψυχή, που το μόνο που ζητάει – εκτός από αλκοόλ και αίμα - είναι ένα «ζεστό κορίτσι».
Στη ντίσκο/καταγώγιο Ζαρντόζ γνωρίζει την πλανεύτρα πόρνη Αλίκη (Αλεξία Καλτσίκη, Στο Σπίτι) και το Νορβηγό ντίλερ Πίτερ (Daniel Bolda), οι οποίοι τον παρασέρνουν να φέρει εις πέρας μια δουλειά μαζί τους στα έγκατα της Πάρνηθας και από κει ξεκινά η περιπέτειά τους.
Όμως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται κι ο Ζανό σταδιακά συνειδητοποιεί ότι αυτό που έμοιαζε στην αρχή με ένα μεγάλο πάρτυ, στην ουσία είναι μια συνωμοσία περίτεχνα σχεδιασμένη αποκλειστικά γι΄αυτόν…
Ο Γιάννης Βεσλεμές στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του μας εισαγάγει σε έναν κόσμο φανταστικό, με vintage αισθητική, που ενισχύεται με στοιχεία steampunk, gothic στυλιζαρίσματος (χρήση κάμερας με κόκκο, πολύχρωμες εικόνες που έρχονται σε αντίθεση με τη γενικότερη σκοτεινή/εφιαλτική ατμόσφαιρα, φώτα νέον, κ.α.).
Η μουσική, γραμμένη από τον ίδιο τον σκηνοθέτη (με το ψευδώνυμο Felizol), δένει εξαιρετικά με την εικόνα συμβάλλοντας στην παραισθησιογόνα ατμόσφαιρα.
Ο ενθουσιασμός του ρυθμού προέρχεται επίσης από τη σημασία της μουσικής στη Νορβηγία, η οποία μέσα σε όλα έχει εμπνευστεί από ένα ελληνικό τραγούδι του Νέο Κύματους με το οποίο μοιράζεται και τον τίτλο.
Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στιλιστικής συνέργειας, που το κάνει να φαντάζει όλο αρκετά μοναδικό.
Είναι δύσκολο να μην αναγνωστεί μια αναπαράσταση της σύγχρονης ελληνικής κατάστασης στο πλαίσιο της ταινίας.
Παρ 'όλα αυτά, μπορούμε να πούμε χωρίς αμφιβολία ότι η Νορβηγία λειτουργεί πολύ καλύτερα ως μια διασκεδαστική ταινία τρόμου συνευρέσεων με διασκεδαστικές και παράξενες ανατροπές.
Στην κορυφή όλων, είναι περισσότερο από μια κριτική της σύγχρονης νοοτροπίας μιας και μπορεί κανείς να διαβάσει μια νοσταλγία του πολιτισμού της δεκαετίας του ογδόντα, καθότι και η ίδια η ταινία είναι σαν να έχει γυρισθεί το 80’.
Παρά το γεγονός αυτό, η επιτυχία της ταινίας θα εξαρτηθεί επίσης από το πόσο ο θεατής πρόκειται να πάρει την ταινία στα σοβαρά και αυτό είναι επίσης προς τα κάτω σε μια ορισμένη σύγχυση και μερικές φορές τετριμμένη θεματική προσέγγιση.
Κορυφώνεται με μια «συγκλονιστική» και αξέχαστη τελική αποκάλυψη.
Η ταινία σίγουρα λειτουργεί καλύτερα αν ληφθεί ως ένας Β-movie παραπόταμος μεταφρασμένος και εμπνευσμένος από το κοινωνικό-πολιτικό κλίμα της χώρας τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Παρά της φροντίδα της και το αναμφισβήτητο πάθος της, η Νορβηγία δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι η ιστορία της δεν είναι αρκετή για να καλύψει τα 75 λεπτά της διάρκειας της, κάνοντας φανερή την ανάγκη για παρακάμψεις και τεχνάσματα, που όσο φιλικά και αν είναι στο μάτι, δεν προχωρούν μπροστά την αφήγηση.
Ολόκληρη σχεδόν η δεύτερη πράξη είναι μια ξενάγηση στη μυθολογία του κόσμου της, χωρίς προφανή προορισμό αλλά με αναμφισβήτητο γούστο, κάτι που καλύπτει τεχνικώς τα ελαττώματα της, τονίζοντας την εικαστική της δύναμη.
Παρόλα αυτά, ο Βεσλεμές δίνει υπόσχεση για το μέλλον και αποδεικνύει ότι μπορεί να αλλοιώσεις τη φόρμουλα, παραμένοντας ταυτόχρονα επίκαιρος σχολιαστής.
Εξάλλου στη χαρακτηριστική ερώτηση της ταινίας '...βρικόλακας είσαι ρε μαλάκα ή ποιητής;'
Η σωστή απάντηση είναι και τα δυο!
Αναδημοσίευση από FilmBoy.
Release Dates:
1 January 2015 (Greece)
Post a Comment