Classics: Βαθύ Κόκκινο - Deep Red (Profondo Rosso) (1975)
Το Deep Red (1975) αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα μία από τις πιο ολοκληρωμένες δημιουργίες του σκηνοθέτη Dario Argento, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια μιας πολύ πετυχημένης καριέρας μετά τη συγκεκριμένη ταινία.
Με αυτή του τη δημιουργία ο Argento συνοψίζει και επαναπροσδιορίζει όλα τα στοιχεία του giallo, κάνοντας ταυτόχρονα παγκοσμίως γνωστό το όνομά του.
Άσκησε τεράστια επιρροή σε μετέπειτα ταινίες του είδους αλλά και γενικότερα σε ταινίες που ανήκαν στο είδος του αστυνομικού θρίλερ, είτε πρόκειται για ευρωπαϊκή παραγωγή είτε για αμερικάνικη.
Η συντηρητική μεταστροφή της αμερικάνικης οθόνης στα χρόνια του Ρίγκαν (1981-1989) επηρέασε τον τρόμο, αποδυναμώνοντας τα πιο επιθετικά χαρακτηριστικά του.
Ως συνέπεια αυτού, όποια δημιουργία εμπεριείχε ακραίες για την εποχή σκηνές αποζημίωνε το κοινό του κινηματογραφικού τρόμου, καθώς είχε συνηθίσει στην έλλειψή του και αποζητούσε το ακραίο, το βίαιο και το ανήθικο.
Ταινίες όπως το The Texas Chainsaw Massacre (1974) και Halloween (1978) δημιούργησαν αυτομάτως με την κυκλοφορία τους, πλήθος φανατικών οπαδών.
Αυτές οι ταινίες δανείστηκαν στοιχεία από την πετυχημένη συνταγή των ταινιών giallo που έδρασαν κυρίως στην Ιταλία και την Ευρώπη και με δυσκολία έφταναν στην μακρινή χώρα της Αμερικής.
Όσον αφορά την προέλευση του giallo δεν χωρά αμφισβήτηση το γεγονός ότι τα πρώτα gialli ήταν οι ταινίες The Girl Who Knew Too Much (1962) και Blood and Black Lace (1964) του Mario Bava.
Η πρώτη ταινία προσέδωσε κάποια βασικά χαρακτηριστικά στο είδος χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρο με ποιον τρόπο θα χειρίζονταν στη συνέχεια τα τεχνικά μέσα και το αν θα είναι πανομοιότυπη η ατμόσφαιρα σε κάθε ταινία του είδους.
Όπως είναι φυσιολογικό, η κάθε πρωτοπόρα ταινία δημιουργεί το κλίμα και το έδαφος για να εξελιχθεί σε ρεύμα και είδος η νοοτροπία της, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν προέκυψε από έναν πειραματισμό και ότι αυτός εξελίχθηκε.
Έτσι λοιπόν, όσον αφορά το ρυθμό της ταινίας και τα βασικά της χαρακτηριστικά ίσως είναι η πρώτη του είδους αλλά στη συνέχεια υπήρξε κάποια εξέλιξη στο σύνολο των συγκεκριμένων ταινιών του είδους.
Τέλος η ταινία Blood and Black Lace (1964) δημιουργεί την αίσθηση ότι σε κάθε σκοτεινή γωνία της σύγχρονης πόλης φωλιάζει η βία και η παράνοια, χτίζοντας τη βασική θεματική του giallo.
Όσον αφορά τη σχέση μοντάζ και ρυθμού της ταινίας δεν θεωρείται ότι είναι η πιο χαρακτηριστική του είδους.
Συνεπώς τα περισσότερα στοιχεία του είδους συνοψίζονται στο εν λόγω εγχείρημα του Argento το οποίο παραμένει ζωντανό με το πέρασμα των ετών.
Σχετικά την ιστορία της ταινίας, συναντούμε τον David Hemmings να υποδύεται τον Μαρκ, ένα πιανίστα της τζαζ που γίνεται μάρτυρας μιας δολοφονίας.
Το θύμα ήταν ένα διάσημο και πετυχημένο μέντιουμ, το οποίο σε μία δημόσια συνεδρίαση αντιλαμβάνεται τη σκέψη ενός δολοφόνου.
Όταν η τοπική δημοσιογράφος Brezzi (την οποία υποδύθηκε η Daria Nicolodi) γράφει ένα άρθρο για την υπόθεση και κατονομάζει τον Μαρκ ως τον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα, αυτός βρίσκεται μπλεγμένος σε έναν ιστό εξαπάτησης, μοχθηρίας και τρέλας, που κινδυνεύει πολλές φορές να του κοστίσει ακόμη και την ίδια του τη ζωή.
Το Deep Red είναι αναμφισβήτητα η σημαντικότερη ταινία του Argento, επειδή χαρακτηρίζει την γέννηση του σκηνοθέτη Dario Argento ως ολοκληρωμένου οπτικού στυλίστα.
Ενώ φλέρταρε με την υφολογική υπερβολή στις προηγούμενες ταινίες του, ο Argento στη συγκεκριμένη ταινία χρησιμοποιεί την μηχανή κινηματογράφησης ως όπλο.
Οι παράξενες γωνίες λήψης, τα μοντέρνα και ακραία πλάνα δολοφονίας, ένας παλλόμενος μουσικός ανεμοστρόβιλος με εφιαλτικούς τόνους και οι συνηθισμένες ιδεοληψίες του Argento , ενώνονται χωρίς προφανή συρραφή, για να δημιουργήσουν μια από της πιο απολαυστικές και ανατριχιαστικές κινηματογραφικές εμπειρίες του είδους.
Η ταινία ξεκινάει με μια δολοφονία χρησιμοποιώντας την κάμερα και τη μουσική επένδυση με έναν αρκετά απρόσμενο για την εποχή τρόπο.
Η κάμερα βρίσκεται σε πολύ χαμηλό ύψος σχεδόν στο πάτωμα και με ένα σταθερό πλάνο σε γενικό μέγεθος ο θεατής γίνεται μάρτυρας ενός φόνου, παρακολουθώντας μόνο τη σιλουέτα του δολοφόνου και του φονικού όπλου.
Το φονικό όπλο όπως και στις περισσότερες ταινίες του είδους είναι ένα αιχμηρό αντικείμενο, ένα μαχαίρι στην προκειμένη περίπτωση.
Η διάρκεια της σκηνής είναι μόλις 27 δευτερόλεπτα και καταφέρνει να μας εντάξει στον κόσμο της ταινίας από την εισαγωγική σεκάνς, με έναν τρόπο επιδέξιο όπως έχει χαρακτηριστεί και η τεχνοτροπία του σκηνοθέτη.
Η φωτογραφία όπως και στις περισσότερες ταινίες του είδους παραμένει σε σκοτεινά πλαίσια, προσδίδοντας έτσι μια ακόμη δυνατή δόση σασπένς και δημιουργεί την γνωστή σε όλες τις ταινίες του Argento μυστηριακή ατμόσφαιρα.
Η μουσική του ροκ συγκροτήματος Goblin και συνεχούς συνεργάτη του Argento, δημιουργεί ένα καταπληκτικό μουσικό score το οποίο μένει στο μυαλό των θεατών για αρκετά χρόνια μετά τη θέαση της ταινίας και αποδεικνύει ότι οι εμπνευσμένες στιγμές μένουν για πάντα.
Μια μεγάλη δημιουργία του Argento η οποία δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από τις αμερικανικές εκδοχές αστυνομικών thriller ακόμη και στις μέρες μας.
Οι ερμηνείες των Hemmings και Nicolodi θα μπορούσαν ίσως να είναι λίγο καλύτερες αλλά καταφέρνουν να προσφέρουν το μερίδιό τους στην συνολική επιτυχία της ταινίας.
Αδιαμφισβήτητα ένα διαμαντάκι για κάθε φίλο του είδους.
Δημήτρης Βαβάτσης.
Με αυτή του τη δημιουργία ο Argento συνοψίζει και επαναπροσδιορίζει όλα τα στοιχεία του giallo, κάνοντας ταυτόχρονα παγκοσμίως γνωστό το όνομά του.
Άσκησε τεράστια επιρροή σε μετέπειτα ταινίες του είδους αλλά και γενικότερα σε ταινίες που ανήκαν στο είδος του αστυνομικού θρίλερ, είτε πρόκειται για ευρωπαϊκή παραγωγή είτε για αμερικάνικη.
Η συντηρητική μεταστροφή της αμερικάνικης οθόνης στα χρόνια του Ρίγκαν (1981-1989) επηρέασε τον τρόμο, αποδυναμώνοντας τα πιο επιθετικά χαρακτηριστικά του.
Ως συνέπεια αυτού, όποια δημιουργία εμπεριείχε ακραίες για την εποχή σκηνές αποζημίωνε το κοινό του κινηματογραφικού τρόμου, καθώς είχε συνηθίσει στην έλλειψή του και αποζητούσε το ακραίο, το βίαιο και το ανήθικο.
Ταινίες όπως το The Texas Chainsaw Massacre (1974) και Halloween (1978) δημιούργησαν αυτομάτως με την κυκλοφορία τους, πλήθος φανατικών οπαδών.
Αυτές οι ταινίες δανείστηκαν στοιχεία από την πετυχημένη συνταγή των ταινιών giallo που έδρασαν κυρίως στην Ιταλία και την Ευρώπη και με δυσκολία έφταναν στην μακρινή χώρα της Αμερικής.
Όσον αφορά την προέλευση του giallo δεν χωρά αμφισβήτηση το γεγονός ότι τα πρώτα gialli ήταν οι ταινίες The Girl Who Knew Too Much (1962) και Blood and Black Lace (1964) του Mario Bava.
Η πρώτη ταινία προσέδωσε κάποια βασικά χαρακτηριστικά στο είδος χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρο με ποιον τρόπο θα χειρίζονταν στη συνέχεια τα τεχνικά μέσα και το αν θα είναι πανομοιότυπη η ατμόσφαιρα σε κάθε ταινία του είδους.
Όπως είναι φυσιολογικό, η κάθε πρωτοπόρα ταινία δημιουργεί το κλίμα και το έδαφος για να εξελιχθεί σε ρεύμα και είδος η νοοτροπία της, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν προέκυψε από έναν πειραματισμό και ότι αυτός εξελίχθηκε.
Έτσι λοιπόν, όσον αφορά το ρυθμό της ταινίας και τα βασικά της χαρακτηριστικά ίσως είναι η πρώτη του είδους αλλά στη συνέχεια υπήρξε κάποια εξέλιξη στο σύνολο των συγκεκριμένων ταινιών του είδους.
Τέλος η ταινία Blood and Black Lace (1964) δημιουργεί την αίσθηση ότι σε κάθε σκοτεινή γωνία της σύγχρονης πόλης φωλιάζει η βία και η παράνοια, χτίζοντας τη βασική θεματική του giallo.
Όσον αφορά τη σχέση μοντάζ και ρυθμού της ταινίας δεν θεωρείται ότι είναι η πιο χαρακτηριστική του είδους.
Συνεπώς τα περισσότερα στοιχεία του είδους συνοψίζονται στο εν λόγω εγχείρημα του Argento το οποίο παραμένει ζωντανό με το πέρασμα των ετών.
Σχετικά την ιστορία της ταινίας, συναντούμε τον David Hemmings να υποδύεται τον Μαρκ, ένα πιανίστα της τζαζ που γίνεται μάρτυρας μιας δολοφονίας.
Το θύμα ήταν ένα διάσημο και πετυχημένο μέντιουμ, το οποίο σε μία δημόσια συνεδρίαση αντιλαμβάνεται τη σκέψη ενός δολοφόνου.
Όταν η τοπική δημοσιογράφος Brezzi (την οποία υποδύθηκε η Daria Nicolodi) γράφει ένα άρθρο για την υπόθεση και κατονομάζει τον Μαρκ ως τον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα, αυτός βρίσκεται μπλεγμένος σε έναν ιστό εξαπάτησης, μοχθηρίας και τρέλας, που κινδυνεύει πολλές φορές να του κοστίσει ακόμη και την ίδια του τη ζωή.
Το Deep Red είναι αναμφισβήτητα η σημαντικότερη ταινία του Argento, επειδή χαρακτηρίζει την γέννηση του σκηνοθέτη Dario Argento ως ολοκληρωμένου οπτικού στυλίστα.
Ενώ φλέρταρε με την υφολογική υπερβολή στις προηγούμενες ταινίες του, ο Argento στη συγκεκριμένη ταινία χρησιμοποιεί την μηχανή κινηματογράφησης ως όπλο.
Οι παράξενες γωνίες λήψης, τα μοντέρνα και ακραία πλάνα δολοφονίας, ένας παλλόμενος μουσικός ανεμοστρόβιλος με εφιαλτικούς τόνους και οι συνηθισμένες ιδεοληψίες του Argento , ενώνονται χωρίς προφανή συρραφή, για να δημιουργήσουν μια από της πιο απολαυστικές και ανατριχιαστικές κινηματογραφικές εμπειρίες του είδους.
Η ταινία ξεκινάει με μια δολοφονία χρησιμοποιώντας την κάμερα και τη μουσική επένδυση με έναν αρκετά απρόσμενο για την εποχή τρόπο.
Η κάμερα βρίσκεται σε πολύ χαμηλό ύψος σχεδόν στο πάτωμα και με ένα σταθερό πλάνο σε γενικό μέγεθος ο θεατής γίνεται μάρτυρας ενός φόνου, παρακολουθώντας μόνο τη σιλουέτα του δολοφόνου και του φονικού όπλου.
Το φονικό όπλο όπως και στις περισσότερες ταινίες του είδους είναι ένα αιχμηρό αντικείμενο, ένα μαχαίρι στην προκειμένη περίπτωση.
Η διάρκεια της σκηνής είναι μόλις 27 δευτερόλεπτα και καταφέρνει να μας εντάξει στον κόσμο της ταινίας από την εισαγωγική σεκάνς, με έναν τρόπο επιδέξιο όπως έχει χαρακτηριστεί και η τεχνοτροπία του σκηνοθέτη.
Η φωτογραφία όπως και στις περισσότερες ταινίες του είδους παραμένει σε σκοτεινά πλαίσια, προσδίδοντας έτσι μια ακόμη δυνατή δόση σασπένς και δημιουργεί την γνωστή σε όλες τις ταινίες του Argento μυστηριακή ατμόσφαιρα.
Η μουσική του ροκ συγκροτήματος Goblin και συνεχούς συνεργάτη του Argento, δημιουργεί ένα καταπληκτικό μουσικό score το οποίο μένει στο μυαλό των θεατών για αρκετά χρόνια μετά τη θέαση της ταινίας και αποδεικνύει ότι οι εμπνευσμένες στιγμές μένουν για πάντα.
Μια μεγάλη δημιουργία του Argento η οποία δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από τις αμερικανικές εκδοχές αστυνομικών thriller ακόμη και στις μέρες μας.
Οι ερμηνείες των Hemmings και Nicolodi θα μπορούσαν ίσως να είναι λίγο καλύτερες αλλά καταφέρνουν να προσφέρουν το μερίδιό τους στην συνολική επιτυχία της ταινίας.
Αδιαμφισβήτητα ένα διαμαντάκι για κάθε φίλο του είδους.
Δημήτρης Βαβάτσης.
Post a Comment