Τα Ερείπια Είναι Πάντα Θλιμμένα - Blue Ruin review
Ενάμισι χρόνο μετά την πρώτη του προβολή στις Κάννες και μια μακρά περιοδεία σε πολλά ακόμα φεστιβάλ, το Blue Ruin φτάνει επιτέλους και στην Ελλάδα.
Πράγμα αξιοσημείωτο για τη χώρα μας, αν αναλογιστεί κάνεις ότι πρόκειται για ένα θρίλερ με ιδιαίτερο indie χαρακτήρα που απέχει αισθητά από τον καθαρά εμπορικό προσανατολισμό των εταιριών διανομής.
Βέβαια όταν αναφερόμαστε στο Blue Ruin (ή αν προτιμάτε τον ελληνικό, ποιητικό τίτλο Τα Ερείπια Είναι Πάντα Θλιμμένα), δεν μιλάμε για ένα οποιοδήποτε ανεξάρτητο θρίλερ.
Εκτός από την εξασφάλιση επίσημων συμμετοχών σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο και την απόσπαση πέντε σημαντικών βραβείων, συνοδεύεται από μια πληθώρα διθυραμβικών κριτικών.
Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Jeremy Saulnier χρηματοδότησε ο ίδιος τη ταινία με τη βοήθεια φίλων και της οικογένειάς του αλλά και μέσω της πλατφόρμας του Kickstarter.
Φυσικά κανείς δεν μπόρεσε να προβλέψει την απήχηση που θα είχε τελικά το Blue Ruin και η αλήθεια είναι ότι δύσκολα κάποιος που θα παρακολουθήσει τη ταινία θα διαφωνούσε με αυτή τη θετική αποδοχή κοινού και κριτικών.
Ο Ντουάιτ (Macon Blair) είναι ένας άστεγος άντρας, ο οποίος μετά την τραυματική εμπειρία της άγριας δολοφονίας των γονιών του, αποφασίζει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του απομονωμένος από την κοινωνία.
Κοιμάται σε μια σαραβαλιασμένη Πόντιακ, ενώ εισβάλλει σε σπίτια άλλων ανθρώπων για να κάνει μπάνιο και να βρει τροφή.
Ένα πρωί τον πλησιάζει η αστυνομία και του ανακοινώνει ότι ο άντρας που πριν από είκοσι χρόνια σκότωσε τους γονείς του έχει πλέον βγει από τη φυλακή.
Ο Ντουάιτ χωρίς να χάσει χρόνο και τυφλωμένος από την οργή και τον πανικό, ξεκινάει ένα ταξίδι αναζήτησης του υπεύθυνου εγκληματία για να τον εκδικηθεί.
Όμως ο Ντουάιτ δεν έχει βλάψει ποτέ κανέναν, ούτε έχει ένα οργανωμένο σχέδιο εκδίκησης.
Έτσι θα κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο και σύντομα θα βρεθεί μπλεγμένος, όχι μόνο από τον άνθρωπο που κυνηγάει αλλά και από την οικογένειά του.
Τώρα θα πρέπει να μείνει ζωντανός, να φέρει εις πέρας την αποστολή του και ταυτόχρονα να προστατέψει την αδελφή και τα ανίψια του από την εκδικητική μανία της άλλης πλευράς.
Όσο απλό μπορεί να ακούγεται το story, δεν είναι.
Συγκεκριμένα, δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη ιστορία εκδίκησης από έναν σκληροτράχηλο, γεροδεμένο ήρωα που αφήνει στο πέρασμά του νεκρά κορμιά.
Ο πρωταγωνιστής είναι ένας looser που δεν έχει πιάσει ποτέ όπλο στη ζωή του, κάνει γκάφες και είναι ανίκανος να προστατέψει τον εαυτό του από πιθανούς κινδύνους.
Η ταινία ξεκινάει με αργούς ρυθμούς και ελάχιστους διαλόγους περιγράφοντας τον περιθωριακό τρόπο ζωής του Ντουάιτ.
Όσο προχωράει η εξέλιξη είναι αδύνατο να μην συμπαθήσει κάποιος αυτόν τον αντισυμβατικό και εκτεθειμένο αντιήρωα, παρά τους βλακώδεις τρόπους δράσης του.
Ο θεατής αναγνωρίζει στον Ντουάιτ μια αθώα, χαμένη ψυχή και παρόλο που δεν στερείται νόησης, η ανικανότητα στις πράξεις βίας και συχνά η εγκατάλειψη της τύχης τον οδηγούν σε μπελάδες.
Ο πρωταγωνιστής αυτοκαταστρέφεται εν γνώσει του και επιμένει σε ένα ανελέητο παιχνίδι ενάντια στους κακούς, μπερδεμένος με τον εαυτό του αλλά και με τα κίνητρά του.
Αυτή η σταδιακά αυξανόμενη συμπάθεια που νιώθει ο θεατής προς το πρόσωπό του τον οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη ανησυχία για να μην του συμβεί κάποιο κακό.
Επομένως, οι σκηνές αγωνίας που ανά διαστήματα «ξυπνάνε» τη ταινία από τους νωχελικούς της ρυθμούς, είναι τόσο έντονες που τεντώνουν τα νεύρα.
Σε κάθε τέτοια σκηνή είναι απίστευτη η ταχύτητα και ο τρόπος με τον οποίο ο πρωταγωνιστής μετατρέπεται από θύτης σε θύμα και το αντίστροφο.
Ο Jeremy Saulnier, φανερά επηρεασμένος από ταινίες των αδελφών Κοέν παραδίδει ένα αξιόλογο σκηνοθετικό και συγγραφικό αποτέλεσμα με ενδιαφέροντες χαρακτήρες και πειστικούς διαλόγους, όπου τα μελαγχολικά πλάνα εναλλάσσονται με το σασπένς.
Στις σκηνές βίας ο Saulnier δεν δειλιάζει να προχωρήσει λίγο παραπάνω κι έτσι το αίμα ρέει άφθονο, χωρίς όμως να καταντούν υπερβολικές.
Εξαιρετικός και ο Macon Blair σε έναν ρόλο που μιλάει περισσότερο με τα μάτια του.
Το Blue Ruin λοιπόν είναι μια ταινία που δεν απευθύνεται μόνο στους οπαδούς των θρίλερ αλλά και σε οποιονδήποτε άλλον αγαπά το σινεμά.
Χωρίς να αποτελεί αριστούργημα, είναι ένα αξιοσέβαστο indie με χιτσκοκικό σασπένς που παίζει με τα συναισθήματα του θεατή, προκαλώντας του τους ανάλογους προβληματισμούς.
Προσοχή όμως.
Αυτή η σινεφιλική του διάθεση με τους αργούς ρυθμούς και τη (φαινομενική) λιτότητα ενδεχομένως να απογοητεύσει τους πιο σκληροπυρηνικούς του είδους και να χάσουν το ενδιαφέρον τους μετά τα πρώτα λεπτά της ταινίας.
Αξίζει όμως την προσοχή τους μέχρι τέλους και σίγουρα δεν θα βγουν χαμένοι.
Σπύρος Νουνανάκης.
Release Dates:
17 May 2013 (Cannes)
9 September 2013 (Toronto)
25 April 2014 (USA)
6 November 2014 (Greece)
Πράγμα αξιοσημείωτο για τη χώρα μας, αν αναλογιστεί κάνεις ότι πρόκειται για ένα θρίλερ με ιδιαίτερο indie χαρακτήρα που απέχει αισθητά από τον καθαρά εμπορικό προσανατολισμό των εταιριών διανομής.
Βέβαια όταν αναφερόμαστε στο Blue Ruin (ή αν προτιμάτε τον ελληνικό, ποιητικό τίτλο Τα Ερείπια Είναι Πάντα Θλιμμένα), δεν μιλάμε για ένα οποιοδήποτε ανεξάρτητο θρίλερ.
Εκτός από την εξασφάλιση επίσημων συμμετοχών σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο και την απόσπαση πέντε σημαντικών βραβείων, συνοδεύεται από μια πληθώρα διθυραμβικών κριτικών.
Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Jeremy Saulnier χρηματοδότησε ο ίδιος τη ταινία με τη βοήθεια φίλων και της οικογένειάς του αλλά και μέσω της πλατφόρμας του Kickstarter.
Φυσικά κανείς δεν μπόρεσε να προβλέψει την απήχηση που θα είχε τελικά το Blue Ruin και η αλήθεια είναι ότι δύσκολα κάποιος που θα παρακολουθήσει τη ταινία θα διαφωνούσε με αυτή τη θετική αποδοχή κοινού και κριτικών.
Ο Ντουάιτ (Macon Blair) είναι ένας άστεγος άντρας, ο οποίος μετά την τραυματική εμπειρία της άγριας δολοφονίας των γονιών του, αποφασίζει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του απομονωμένος από την κοινωνία.
Κοιμάται σε μια σαραβαλιασμένη Πόντιακ, ενώ εισβάλλει σε σπίτια άλλων ανθρώπων για να κάνει μπάνιο και να βρει τροφή.
Ένα πρωί τον πλησιάζει η αστυνομία και του ανακοινώνει ότι ο άντρας που πριν από είκοσι χρόνια σκότωσε τους γονείς του έχει πλέον βγει από τη φυλακή.
Ο Ντουάιτ χωρίς να χάσει χρόνο και τυφλωμένος από την οργή και τον πανικό, ξεκινάει ένα ταξίδι αναζήτησης του υπεύθυνου εγκληματία για να τον εκδικηθεί.
Όμως ο Ντουάιτ δεν έχει βλάψει ποτέ κανέναν, ούτε έχει ένα οργανωμένο σχέδιο εκδίκησης.
Έτσι θα κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο και σύντομα θα βρεθεί μπλεγμένος, όχι μόνο από τον άνθρωπο που κυνηγάει αλλά και από την οικογένειά του.
Τώρα θα πρέπει να μείνει ζωντανός, να φέρει εις πέρας την αποστολή του και ταυτόχρονα να προστατέψει την αδελφή και τα ανίψια του από την εκδικητική μανία της άλλης πλευράς.
Όσο απλό μπορεί να ακούγεται το story, δεν είναι.
Συγκεκριμένα, δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη ιστορία εκδίκησης από έναν σκληροτράχηλο, γεροδεμένο ήρωα που αφήνει στο πέρασμά του νεκρά κορμιά.
Ο πρωταγωνιστής είναι ένας looser που δεν έχει πιάσει ποτέ όπλο στη ζωή του, κάνει γκάφες και είναι ανίκανος να προστατέψει τον εαυτό του από πιθανούς κινδύνους.
Η ταινία ξεκινάει με αργούς ρυθμούς και ελάχιστους διαλόγους περιγράφοντας τον περιθωριακό τρόπο ζωής του Ντουάιτ.
Όσο προχωράει η εξέλιξη είναι αδύνατο να μην συμπαθήσει κάποιος αυτόν τον αντισυμβατικό και εκτεθειμένο αντιήρωα, παρά τους βλακώδεις τρόπους δράσης του.
Ο θεατής αναγνωρίζει στον Ντουάιτ μια αθώα, χαμένη ψυχή και παρόλο που δεν στερείται νόησης, η ανικανότητα στις πράξεις βίας και συχνά η εγκατάλειψη της τύχης τον οδηγούν σε μπελάδες.
Ο πρωταγωνιστής αυτοκαταστρέφεται εν γνώσει του και επιμένει σε ένα ανελέητο παιχνίδι ενάντια στους κακούς, μπερδεμένος με τον εαυτό του αλλά και με τα κίνητρά του.
Αυτή η σταδιακά αυξανόμενη συμπάθεια που νιώθει ο θεατής προς το πρόσωπό του τον οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη ανησυχία για να μην του συμβεί κάποιο κακό.
Επομένως, οι σκηνές αγωνίας που ανά διαστήματα «ξυπνάνε» τη ταινία από τους νωχελικούς της ρυθμούς, είναι τόσο έντονες που τεντώνουν τα νεύρα.
Σε κάθε τέτοια σκηνή είναι απίστευτη η ταχύτητα και ο τρόπος με τον οποίο ο πρωταγωνιστής μετατρέπεται από θύτης σε θύμα και το αντίστροφο.
Ο Jeremy Saulnier, φανερά επηρεασμένος από ταινίες των αδελφών Κοέν παραδίδει ένα αξιόλογο σκηνοθετικό και συγγραφικό αποτέλεσμα με ενδιαφέροντες χαρακτήρες και πειστικούς διαλόγους, όπου τα μελαγχολικά πλάνα εναλλάσσονται με το σασπένς.
Στις σκηνές βίας ο Saulnier δεν δειλιάζει να προχωρήσει λίγο παραπάνω κι έτσι το αίμα ρέει άφθονο, χωρίς όμως να καταντούν υπερβολικές.
Εξαιρετικός και ο Macon Blair σε έναν ρόλο που μιλάει περισσότερο με τα μάτια του.
Το Blue Ruin λοιπόν είναι μια ταινία που δεν απευθύνεται μόνο στους οπαδούς των θρίλερ αλλά και σε οποιονδήποτε άλλον αγαπά το σινεμά.
Χωρίς να αποτελεί αριστούργημα, είναι ένα αξιοσέβαστο indie με χιτσκοκικό σασπένς που παίζει με τα συναισθήματα του θεατή, προκαλώντας του τους ανάλογους προβληματισμούς.
Προσοχή όμως.
Αυτή η σινεφιλική του διάθεση με τους αργούς ρυθμούς και τη (φαινομενική) λιτότητα ενδεχομένως να απογοητεύσει τους πιο σκληροπυρηνικούς του είδους και να χάσουν το ενδιαφέρον τους μετά τα πρώτα λεπτά της ταινίας.
Αξίζει όμως την προσοχή τους μέχρι τέλους και σίγουρα δεν θα βγουν χαμένοι.
Σπύρος Νουνανάκης.
Release Dates:
17 May 2013 (Cannes)
9 September 2013 (Toronto)
25 April 2014 (USA)
6 November 2014 (Greece)
Post a Comment