Stage Fright review
Υπάρχουν κάποιες ταινίες που είναι δύσκολο να βαθμολογήσεις και να γράψεις μια σοβαρή κριτική.
Ο κυριότερος λόγος είναι ότι οι ταινίες αυτές είναι τόσο κακές, που αν τις δεις από μια άλλη οπτική καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι τελικά σου άρεσαν πολύ.
Ανήκουν δηλαδή στη πασίγνωστη κατηγορία της «ένοχης απόλαυσης».
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο αν μια τέτοια ταινία έχει μια …πιο ιδιαίτερη φύση.
Χαρακτηριστικό φετινό παράδειγμα λοιπόν είναι το καναδέζικο Stage Fright του Jerome Sable το οποίο αποτελεί την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους.
Πρόκειται για ένα slasher όπου ένας μασκοφόρος serial killer σφάζει εφήβους σε μια μουσική κατασκήνωση.
Βέβαια, η ιδιαίτερη φύση της συγκεκριμένης ταινίας είναι ότι το horror στοιχείο αναμειγνύεται με αυτό του… μιούζικαλ.
Και επειδή τώρα είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι είστε έτοιμοι να σταματήσετε εδώ και να κλείσετε το κείμενο, θα σας πρότεινα να συνεχίσετε την ανάγνωση.
Δεν είναι τόσο κακό όσο ακούγεται.
Είναι πολύ χειρότερο.
Τόσο που καταντάει «εκνευριστικά» και αδιανόητα απολαυστικό.
Σε όσους λοιπόν εναπομείναντες αναγνώστες τράβηξα την προσοχή, συνεχίζω με τη σύνοψη:
Η Kylie Swanson (Minnie Driver, I Give it a Year) είναι μια λαμπερή ηθοποιός και τραγουδίστρια της όπερας που μετά από την πετυχημένη πρεμιέρα μιας παράστασης περνάει λίγο χρόνο στο καμαρίνι με τα δύο μικρά της παιδιά, τη Camilla (Allie MacDonald, House at the end of the Street) και τον Buddy (Douglas Smith, Percy Jackson: Sea of Monsters).
Στη συνέχεια όμως θα δολοφονηθεί άγρια από έναν άγνωστο μασκοφόρο δολοφόνο.
Δέκα χρόνια αργότερα, η Camilla και ο Buddy δουλεύουν ως μάγειροι σε μια μουσική κατασκήνωση υπό τη διεύθυνση του Roger McCall (Meat Loaf), ενός ανθρώπου που οραματίζεται να ανεβάσει ξανά την παράσταση που σημαδεύτηκε από εκείνη τη δολοφονία.
Η Camilla πιστεύοντας ότι η μητέρα της θα ήταν περήφανη αν ερμήνευε τον ίδιο ρόλο, αποφασίζει να λάβει συμμετοχή στο καστ, παρά τις αντιρρήσεις του αδελφού της.
Ενώ λοιπόν όλοι οι νεαροί συντελεστές προετοιμάζονται πυρετωδώς για τη μεγάλη πρεμιέρα, ένας μασκοφόρος δολοφόνος θα αρχίσει να δολοφονεί τον έναν μετά τον άλλον.
Σύντομα η Camilla θα καταλάβει ότι έχει μπει στο στόχαστρο ενός μανιακού serial killer που ίσως να συνδέεται με τη δολοφονία της μητέρας της.
Αφήνοντας για λίγο στην άκρη το στοιχείο του μιούζικαλ, θα απομονώσουμε πρώτα τον horror χαρακτήρα του Stage Fright.
Ως slasher λοιπόν, τόσο η κεντρική ιδέα όσο και η εκτέλεση μας δίνουν την αίσθηση ότι η ταινία ξεπετάχτηκε από κάποια ξεχασμένη βιντεοκασέτα της χρυσής δεκαετίας των 80’s.
Πρόκειται δηλαδή για ένα whodunit με αρκετό splatter, ρετρό αίσθηση και τη χαρακτηριστική ανατροπή του φινάλε.
Ακόμα και να έχετε μαντέψει το πρόσωπο του δολοφόνου, δύσκολα θα έχετε βρει το αληθινό του κίνητρο.
Υπάρχουν στιγμές που το Stage Fright μας ξυπνάει μια νοσταλγική διάθεση περασμένων δεκαετιών με ταινίες όπως τα Sleepaway Camp, Friday the 13th και Scream.
Κάτι τέτοιο είναι απόλυτα λογικό καθώς μετά τον βομβαρδισμό των 80’s από slasher ταινίες και την αναβίωση στα τέλη των 90’s, είχαμε καιρό να δούμε κάτι με άρωμα κλασσικού (τα remakes δεν μετράνε).
Έτσι λοιπόν, το Stage Fright δεν είναι τρομαχτικό – ή μάλλον είναι τόσο όσο τρομαχτικές δείχνουν σήμερα οι ταινίες εκείνης της εποχής.
Το splatter κάποιες φορές είναι πετυχημένο ενώ κάποιες άλλες ανακυκλώνει τα κλισέ του είδους.
Για το σενάριο δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε κάτι καθώς μικρή σημασία έχει στις ταινίες αυτές.
Το Stage Fright βέβαια θα πέρναγε σχεδόν απαρατήρητο αν δεν δανειζόταν και το ύφος του τηλεοπτικού… Glee, καθώς τo στοιχείο του μιούζικαλ συνοδεύει τη ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος.
Σίγουρα κάποιες φορές θα σας εκνευρίσει που τίναξε στον αέρα όση ατμόσφαιρα δημιούργησε πριν από τη κάθε μουσικοχορευτική σκηνή (εντάξει, ή θα σας κάνει να γελάσετε).
Φυσικά στο παρελθόν έχουν υπάρξει περιπτώσεις από μιούζικαλ τρόμου που έμειναν στην ιστορία, όπως το Phantom of the Opera ή το The Little Shop Of Horrors.
Η διαφορά όμως είναι ότι τα έργα αυτά που μεταφέρθηκαν στο σινεμά, είχαν θεατρική δομή με σωστές αναλογίες μουσικής και δράσης.
Αντίθετα, το Stage Fright στοχεύει μόνο στο να προσφέρει γέλιο στον θεατή με την αντίθεση του συναισθήματος της χαράς και του κεφιού σε ένα σκοτεινό background.
Πάντως μετά την πρώτη μισή ώρα το μιούζικαλ συνηθίζεται και σταματάει να είναι εκνευριστικό – λειτουργεί ευχάριστα αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της διασκέδασης.
Η φωνή της Allie MacDonald είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική, ενώ πολύ καλή δουλειά έχει γίνει στην κινηματογράφηση και τον ρυθμό του μοντάζ.
Ειδικά οι σκηνές των φόνων είναι ένα παρανοϊκό οπτικοακουστικό θέαμα που σίγουρα δεν θα έχετε ξαναδεί κάτι παρόμοιο.
Αν και είναι πολύ πιθανό να αναρωτηθείτε σε ορισμένα σημεία «γιατί κάθομαι και το βλέπω;», το Stage Fright αποτελεί την ιδανική επιλογή για να διασκεδάσετε ένα βράδυ, αρκεί όμως να είστε με μεγάλη παρέα.
Αν στο τέλος καταφέρετε και ανακτήσετε κάποια καμένα εγκεφαλικά σας κύτταρα, τότε ακόμα καλύτερα.
Προκαλώ λοιπόν όσους αναγνώστες έφτασαν ως εδώ, να δουν τη ταινία.
Έτσι κι αλλιώς ανάμεσα στα sequels, τα remakes, τα ghost stories και τα found footage, το Stage Fright αποτελεί μια από τις λίγες εναλλακτικές επιλογές που κυκλοφορούν αυτή την περίοδο.
Και κακά τα ψέματα, η ιδέα ενός μασκοφόρου serial killer που όσο σφάζει νεαρούς, ταυτόχρονα χορεύει και τραγουδάει ροκ όπερα δεν θα περνούσε ούτε από το μυαλό του Rob Zombie.
Σπύρος Νουνανάκης.
Release Dates:
10 March, 2014 (SXSW)
9 May, 2014 (USA)
Ο κυριότερος λόγος είναι ότι οι ταινίες αυτές είναι τόσο κακές, που αν τις δεις από μια άλλη οπτική καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι τελικά σου άρεσαν πολύ.
Ανήκουν δηλαδή στη πασίγνωστη κατηγορία της «ένοχης απόλαυσης».
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο αν μια τέτοια ταινία έχει μια …πιο ιδιαίτερη φύση.
Χαρακτηριστικό φετινό παράδειγμα λοιπόν είναι το καναδέζικο Stage Fright του Jerome Sable το οποίο αποτελεί την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους.
Πρόκειται για ένα slasher όπου ένας μασκοφόρος serial killer σφάζει εφήβους σε μια μουσική κατασκήνωση.
Βέβαια, η ιδιαίτερη φύση της συγκεκριμένης ταινίας είναι ότι το horror στοιχείο αναμειγνύεται με αυτό του… μιούζικαλ.
Και επειδή τώρα είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι είστε έτοιμοι να σταματήσετε εδώ και να κλείσετε το κείμενο, θα σας πρότεινα να συνεχίσετε την ανάγνωση.
Δεν είναι τόσο κακό όσο ακούγεται.
Είναι πολύ χειρότερο.
Τόσο που καταντάει «εκνευριστικά» και αδιανόητα απολαυστικό.
Σε όσους λοιπόν εναπομείναντες αναγνώστες τράβηξα την προσοχή, συνεχίζω με τη σύνοψη:
Η Kylie Swanson (Minnie Driver, I Give it a Year) είναι μια λαμπερή ηθοποιός και τραγουδίστρια της όπερας που μετά από την πετυχημένη πρεμιέρα μιας παράστασης περνάει λίγο χρόνο στο καμαρίνι με τα δύο μικρά της παιδιά, τη Camilla (Allie MacDonald, House at the end of the Street) και τον Buddy (Douglas Smith, Percy Jackson: Sea of Monsters).
Στη συνέχεια όμως θα δολοφονηθεί άγρια από έναν άγνωστο μασκοφόρο δολοφόνο.
Δέκα χρόνια αργότερα, η Camilla και ο Buddy δουλεύουν ως μάγειροι σε μια μουσική κατασκήνωση υπό τη διεύθυνση του Roger McCall (Meat Loaf), ενός ανθρώπου που οραματίζεται να ανεβάσει ξανά την παράσταση που σημαδεύτηκε από εκείνη τη δολοφονία.
Η Camilla πιστεύοντας ότι η μητέρα της θα ήταν περήφανη αν ερμήνευε τον ίδιο ρόλο, αποφασίζει να λάβει συμμετοχή στο καστ, παρά τις αντιρρήσεις του αδελφού της.
Ενώ λοιπόν όλοι οι νεαροί συντελεστές προετοιμάζονται πυρετωδώς για τη μεγάλη πρεμιέρα, ένας μασκοφόρος δολοφόνος θα αρχίσει να δολοφονεί τον έναν μετά τον άλλον.
Σύντομα η Camilla θα καταλάβει ότι έχει μπει στο στόχαστρο ενός μανιακού serial killer που ίσως να συνδέεται με τη δολοφονία της μητέρας της.
Αφήνοντας για λίγο στην άκρη το στοιχείο του μιούζικαλ, θα απομονώσουμε πρώτα τον horror χαρακτήρα του Stage Fright.
Ως slasher λοιπόν, τόσο η κεντρική ιδέα όσο και η εκτέλεση μας δίνουν την αίσθηση ότι η ταινία ξεπετάχτηκε από κάποια ξεχασμένη βιντεοκασέτα της χρυσής δεκαετίας των 80’s.
Πρόκειται δηλαδή για ένα whodunit με αρκετό splatter, ρετρό αίσθηση και τη χαρακτηριστική ανατροπή του φινάλε.
Ακόμα και να έχετε μαντέψει το πρόσωπο του δολοφόνου, δύσκολα θα έχετε βρει το αληθινό του κίνητρο.
Υπάρχουν στιγμές που το Stage Fright μας ξυπνάει μια νοσταλγική διάθεση περασμένων δεκαετιών με ταινίες όπως τα Sleepaway Camp, Friday the 13th και Scream.
Κάτι τέτοιο είναι απόλυτα λογικό καθώς μετά τον βομβαρδισμό των 80’s από slasher ταινίες και την αναβίωση στα τέλη των 90’s, είχαμε καιρό να δούμε κάτι με άρωμα κλασσικού (τα remakes δεν μετράνε).
Έτσι λοιπόν, το Stage Fright δεν είναι τρομαχτικό – ή μάλλον είναι τόσο όσο τρομαχτικές δείχνουν σήμερα οι ταινίες εκείνης της εποχής.
Το splatter κάποιες φορές είναι πετυχημένο ενώ κάποιες άλλες ανακυκλώνει τα κλισέ του είδους.
Για το σενάριο δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε κάτι καθώς μικρή σημασία έχει στις ταινίες αυτές.
Το Stage Fright βέβαια θα πέρναγε σχεδόν απαρατήρητο αν δεν δανειζόταν και το ύφος του τηλεοπτικού… Glee, καθώς τo στοιχείο του μιούζικαλ συνοδεύει τη ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος.
Σίγουρα κάποιες φορές θα σας εκνευρίσει που τίναξε στον αέρα όση ατμόσφαιρα δημιούργησε πριν από τη κάθε μουσικοχορευτική σκηνή (εντάξει, ή θα σας κάνει να γελάσετε).
Φυσικά στο παρελθόν έχουν υπάρξει περιπτώσεις από μιούζικαλ τρόμου που έμειναν στην ιστορία, όπως το Phantom of the Opera ή το The Little Shop Of Horrors.
Η διαφορά όμως είναι ότι τα έργα αυτά που μεταφέρθηκαν στο σινεμά, είχαν θεατρική δομή με σωστές αναλογίες μουσικής και δράσης.
Αντίθετα, το Stage Fright στοχεύει μόνο στο να προσφέρει γέλιο στον θεατή με την αντίθεση του συναισθήματος της χαράς και του κεφιού σε ένα σκοτεινό background.
Πάντως μετά την πρώτη μισή ώρα το μιούζικαλ συνηθίζεται και σταματάει να είναι εκνευριστικό – λειτουργεί ευχάριστα αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της διασκέδασης.
Η φωνή της Allie MacDonald είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική, ενώ πολύ καλή δουλειά έχει γίνει στην κινηματογράφηση και τον ρυθμό του μοντάζ.
Ειδικά οι σκηνές των φόνων είναι ένα παρανοϊκό οπτικοακουστικό θέαμα που σίγουρα δεν θα έχετε ξαναδεί κάτι παρόμοιο.
Αν και είναι πολύ πιθανό να αναρωτηθείτε σε ορισμένα σημεία «γιατί κάθομαι και το βλέπω;», το Stage Fright αποτελεί την ιδανική επιλογή για να διασκεδάσετε ένα βράδυ, αρκεί όμως να είστε με μεγάλη παρέα.
Αν στο τέλος καταφέρετε και ανακτήσετε κάποια καμένα εγκεφαλικά σας κύτταρα, τότε ακόμα καλύτερα.
Προκαλώ λοιπόν όσους αναγνώστες έφτασαν ως εδώ, να δουν τη ταινία.
Έτσι κι αλλιώς ανάμεσα στα sequels, τα remakes, τα ghost stories και τα found footage, το Stage Fright αποτελεί μια από τις λίγες εναλλακτικές επιλογές που κυκλοφορούν αυτή την περίοδο.
Και κακά τα ψέματα, η ιδέα ενός μασκοφόρου serial killer που όσο σφάζει νεαρούς, ταυτόχρονα χορεύει και τραγουδάει ροκ όπερα δεν θα περνούσε ούτε από το μυαλό του Rob Zombie.
Σπύρος Νουνανάκης.
Release Dates:
10 March, 2014 (SXSW)
9 May, 2014 (USA)
Post a Comment