Header Ads

Citadel review

Γράφει ο Νίκος Σιδεράς.

Ύστερα από  την προβολή του Citadel στο περασμένο Φεστιβάλ Κινηματογράφου SXSW στο Austin του Texas, ο Ιρλανδός Ciarán Foy με την πρώτη του αυτή ολοκληρωμένη απόπειρα κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του horror κοινού – που τίμησε το φιλμ του με το αντίστοιχο βραβείο -  αλλά και να βάλει γερά θεμέλια στην πολλά υποσχόμενη κινηματογραφική του καριέρα.

Δεν είναι τυχαίο πως  το φιλμ απέκτησε αμέσως διανομή, λαμβάνοντας την ίδια στιγμή εξαιρετικές κριτικές από μεγάλη μερίδα της κριτικής, γεγονός που το οδήγησε να κάνει αισθητή την παρουσία του στις λίστες με τα καλύτερα horror της χρονιάς που πέρασε.

Το παράξενο αυτό slow burn thriller αποτελεί συμπαραγωγή Ιρλανδίας-Μεγ. Βρετανίας  και παρά το χαμηλό του budget έχει συγκεντρώσει στο καστ του την αφρόκρεμα της νέας αλλά και της παλαιότερης βρετανικής σκηνής.

Θυμίζοντας από Εden Lake μέχρι Ils (ένα από τα καλύτερα γαλλικά horror) κι από The Tall Man μέχρι Intruders, αποπνέει από την πρώτη στιγμή μια αλλόκοτη, σχεδόν ονειρική αίσθηση τρόμου, ιδιαίτερα γνώριμη στους fans των βρετανικών θρίλερ, φέρνοντας στο νου κάποιες από τις μετρημένες αλλά αξιόλογες συνεισφορές της χώρας στο είδος.

Βασισμένο σε ιδέα του ίδιου του σκηνοθέτη, το φιλμ πραγματεύεται την  πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό, μέσα από τη ματιά ενός νεαρού άνδρα που πασχίζει να ελευθερωθεί από τους εσωτερικούς του δαίμονες αλλά και κάτι ακόμα χειρότερο: τη χειροπιαστή προσωποποίηση του σκότους. 




Εγκλωβισμένος σε ένα ασανσέρ, ο νεαρός Tommy (Aneurin Barnand, Ironclad) παρακολουθεί ανήμπορος την έγκυο σύζυγό του να δέχεται θανάσιμη επίθεση από μία ομάδα παιδιών.

Εννιά μήνες αργότερα, πασχίζει να μεγαλώσει μόνος του την κόρη του, ανίκανος να βγει από το σπίτι, καθώς η τραυματική εμπειρία τον έχει φορτώσει με οδυνηρές κρίσεις αγοραφοβίας.


Όταν η μυστηριώδης συμμορία επανεμφανίζεται, ο Tommy με τη βοήθεια μιας κατανοητικής νοσοκόμας (Wunmi Mosuka) και ενός εκδικητικού ιερέα (James Cosmo, Outcast) θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει το παρελθόν, επιστρέφοντας στο εγκαταλειμμένο συγκρότημα κατοικιών, γνωστό ως Citadel, αναζητώντας τα δαιμονικά πλάσματα που μοιάζουν να τρέφονται με το ίδιο το συναίσθημα του φόβου.

Παίζοντας τη ζωή του κορώνα- γράμματα θα καταδυθεί βαθειά στο σκοτάδι, γνωρίζοντας πως αυτή είναι η τελευταία του ευκαιρία για να σώσει την κόρη του αλλά και για να απαλλαγεί ολοκληρωτικά  από τις  φοβίες που καταδυναστεύουν την ψυχή του.


Σε πρώτη εντύπωση αυτό που τραβά την προσοχή στο Citadel, είναι το μουντό  και παγερό αστικό τοπίο της Edenstown, της πόλης που ζει και μεγαλώνει την κόρη του ο ήρωας.

Ένα κολασμένο σκηνικό, αποστραγγισμένο από χρώμα και ελπίδα, από το οποίο ο πολιτισμός μοιάζει να έχει απαλειφθεί οριστικά, γοητευτικό κι ατμοσφαιρικό για κάποιους, μίζερο και αποκρουστικό για άλλους-ανάμεσα σ' αυτούς κι εγώ.

Με μια καθηλωτική ερμηνεία από τον πειστικότατο Aneurin Barnand, το Citadel μεταφέρει με μεγάλη επιτυχία την ταραγμένη ψυχοσύνθεση του ήρωά του στο θεατή, σε ένα αξιοπερίεργο  μείγμα σασπένς, τρόμου και κοινωνικής αλληγορίας.

Γυρισμένο δεξιοτεχνικά από τον Ιρλανδό σκηνοθέτη, δίνει νέα διάσταση στην έννοια “urban horror”, ενώ την ίδια στιγμή χτίζει μεθοδικά μια αποπνικτική ατμόσφαιρα σήψης και παράνοιας που προκαλεί ανακάτεμα και σφίξιμο στα ευαίσθητα στομάχια.



Από την άλλη όμως για κακή μας τύχη υποκύπτει σταδιακά σε σεναριακές ακρότητες, προκαλώντας μια αναπόφευκτη σύγχυση στο κοινό που από τη μία έλκεται από το ενδιαφέρον περιτύλιγμα και από την άλλη απωθείται από το γεμάτο αστοχίες και υπερβολές περιεχόμενο.

Αυτό έχει ως συνέπεια να δημιουργούνται αρκετά προβλήματα και στο ρυθμό του φιλμ, που στα μισά περίπου γίνεται αδικαιολόγητα βαρετό και κουραστικό.

Ευτυχώς όμως όσο πλησιάζουμε στο αισιόδοξο μέσα στη μαυρίλα του φινάλε, τα πράγματα καλυτερεύουν αισθητά, αποχαιρετάμε για λίγο το δράμα που παρακολουθούσαμε τόση ώρα κι υποδεχόμαστε το γεμάτο αγωνία θρίλερ που μας υποσχέθηκε ο σκηνοθέτης στην ατμοσφαιρική  έναρξη.

Το Citadel δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα χαμένο στοίχημα, ούτε ένα φιλμ αδιάφορο που θα πρέπει να προσπεράσετε.


Είναι αρκούντως καλογυρισμένο και ατμοσφαιρικό, διακατέχεται όμως δυστυχώς από το σύνδρομο που μαστίζει τα περισσότερα από τα σύγχρονα θρίλερ, το σύνδρομο του αδύναμου σεναρίου!

Βασιζόμενα σε μια ενδιαφέρουσα και τρομαχτική ιδέα, τις περισσότερες φορές δεν καταφέρνουν να την υλοποιήσουν ή έστω  να την κρατήσουν «ζωντανή» μέχρι τέλους.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στην ταινία του Foy, που ενώ διαθέτει αρετές που πλέον δε συναντούμε συχνά, αυτοκαταστρέφεται-ευτυχώς όχι ολοκληρωτικά- εξαιτίας του γεμάτου τρύπες σεναρίου.

Κλείνοντας να προσθέσω πως το φιλμ δεν ενδείκνυται για θεατές που  έχουν «τις μαύρες τους», καθώς διαχέεται από μια πρωτόγνωρη μιζέρια και  μια πτωτική διάθεση θλίψης που θα σας ρίξει ακόμα πιο βαθειά στην κατάθλιψη.

Αν πάλι έχετε γερή κράση και δεν καταλαβαίνετε από τέτοια, διαβείτε την είσοδο του Citadel ελεύθερα...



Release Dates:
11 March, 2012 (SXSW Film Festival)
21 September, 2012 (Νύχτες Πρεμιέρας)
9 November, 2012 (USA theatrical)
29 January, 2013 (USA DVD)  
 
Citadel trailer από Horrorant