Header Ads

Dark Feed review

Γράφει ο Κωνσταντίνος Χατζηπαπάς.

Μολονότι καταλαβαίνω το ρόλο του marketing μιας ταινίας και την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε credit μπορεί να φανεί εμπορικό ή έστω να προκαλέσει ενδιαφέρον στο ευρύ κοινό, μερικές φορές αδυνατώ να μπω στη λογική τους.

Πριν λίγα χρόνια, οι Shawn και Mike Rasmussen βρέθηκαν στην ευχάριστη θέση να δώσουν το σενάριό τους σε έναν θρυλικό σκηνοθέτη, τον ‘πολύ’ John Carpenter, για να το χρησιμοποιήσει στη νέα του ταινία, The Ward.

Η ταινία, αν και καμία σχέση δεν είχε με οτιδήποτε classic έχει κάνει αυτός ο σκηνοθέτης στο παρελθόν, ήταν μια καλή ταινία τρόμου, καλογυρισμένη, καλογραμμένη και με καλό cast.

Δεν είχα καμία αμφιβολία πως το credit αυτό θα ακολουθούσε τους Rasmussen σε όλη την υπόλοιπη καριέρα τους – περίπου όπως ο Eduardo Sanchez ακόμα ‘φωνάζει’ ότι είναι ο σκηνοθέτης του Blair Witch Project, 15 χρόνια μετά.

Το πρόβλημά μου εδώ, είναι ότι οι Rasmussen μάζεψαν και το τελευταίο δολάριο που τους απέφερε η συνεργασία τους με τον Carpenter …για να σκηνοθετήσουν.

Από τους σεναριογράφους του The Ward του John Carpenter’ λοιπόν, ‘…οι οποίοι σκηνοθετούν για πρώτη φορά’ συμπληρώνω.
Να ξέρουμε τι λέμε.


Ένα κινηματογραφικό συνεργείο βρίσκεται σε ένα εγκαταλελειμμένο ψυχιατρικό άσυλο, για να γυρίσει μια ταινία τρόμου.

Φυσικά, το άσυλο έχει παρελθόν.
Το ακολουθεί η φήμη σκληρών πειραμάτων σε ασθενείς και μια άλλη, για σκοτεινά μυστήρια.

Τα μυστήρια εκδηλώνονται ως μαύρη λάσπη που διαρρέει μέσα από τους τοίχους και επηρεάζει τους πάντες στο κτίριο. 

Σταδιακά, τα μέλη του συνεργείου καταφεύγουν στη τρέλα και στρέφονται μεταξύ τους με πολύ διαβολικούς τρόπους.

Το Dark Feed δεν είναι κακή ταινία.
Κι αυτό γιατί έχει μερικά στοιχεία εξαιρετικά.

Το σκηνικό ας πούμε, είναι ένα creepy αριστούργημα.
Το νοσοκομείο στη Βοστόνη είναι το ίδιο στο οποίο γυρίστηκαν πολλές σκηνές του The Shutter Island.

Οι διάδρομοι και τα δαιδαλώδη, άδεια (ή μήπως όχι;) δωμάτια που βρίσκονται διάσπαρτα, μπροστά στους φαινομενικά ασφαλείς κοινόχρηστους χώρους, προσδίδουν ένα επίμονο και ανησυχητικό συναίσθημα κάθε φορά που κάποιος στρίβει από μια πόρτα.

Αλλά πέρα από την καλή ατμόσφαιρα, το πιο έξυπνο μέρος του σεναρίου του Dark Feed είναι κάτι που …δεν είναι εκεί: η πραγματική απειλή. 



Γρήγορα γίνεται σαφές ότι κάτι πραγματικά ύπουλο ζει μέσα σε αυτό το εγκαταλελειμμένο φρενοκομείο, αλλά το βλέπουμε μόνο με το πώς επηρεάζει τους χαρακτήρες.

Με άλλα λόγια, δε βλέπουμε φαντάσματα, αλλά βλέπουμε τον παραγωγό να τρελαίνεται και να κόβει κορδέλες το παιδί του ήχου, ή τον καμεραμάν να του στρίβει και να χαρακώνει τη πρωταγωνίστρια σε κομμάτια.

Ά, να μη ξεχάσω τη σκηνή που ο σεναριογράφος μπαίνει στο δωματιάκι του τυπά των ειδικών εφέ, και βλέποντας μυαλά χυμένα στο τοίχο να κοιτά με θαυμασμό και να λέει ‘wow!’

Μόνο που τα μυαλά δεν είναι εφέ.
Έτυχε να περνά από εκεί ο πρωταγωνιστής, πάνω που του στρίβει η βίδα του εφε-τζή.

Τέλος πάντων, αυτά είναι τα καλά.
Το cast αποτελείται από ηθοποιούς με ανάξιες λόγου δουλειές στο βιογραφικό τους (Michael Reed, Andy Rudick, Victoria Nugent, Dayna Cousins, Rebecca Whitehurst), αλλά κατά περίεργο τρόπο καμία ερμηνεία δεν είναι ενοχλητικά κακή.

Η σκηνοθεσία βοηθιέται πολύ από τη τοποθεσία και το (μηδενικό) φωτισμό, αλλά καταστρέφεται από το κακό μοντάζ (αρκετές φορές η σκηνή κόβεται απότομα για να πάει σε μια άλλη, σχεδόν χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η προηγούμενη) και την σιγανή, απαλή και παντελώς αταίριαστη μουσική.

Γενικά, και πέρα από τα τεχνικά - τα οποία όπως καταλάβατε, τα κάνανε μαντάρα – το Dark Feed είχε ανάγκη καλύτερης παραγωγής συνολικά, περισσότερης φροντίδας και σίγουρα μεγαλύτερου budget.

Οι πρωτάρηδες σκηνοθέτες αδερφοί Rasmussen έπρεπε να αρχίσουν από κάπου, και το Dark Feed δεν είναι δα και πολύ κακή αρχή.


Απλώς, είχαν το μειονέκτημα ότι το cast και το συνεργείο τους ήταν εξίσου άπειρο.





Dark Feed trailer από Horrorant