Into The Dark (I Will Follow Into The Dark) review
Γράφει ο Νίκος Σιδεράς.
Κάθε φορά που στο αγαπημένο μας είδος εισβάλει το συναίσθημα με τη μορφή μιας δυνατής ερωτικής ιστορίας, προκύπτει ένα αποτέλεσμα συνήθως ακαταμάχητο που αργά ή γρήγορα γίνεται κλασικό (βλέπε Δράκουλας, The Fly και γιατί όχι Twilight).
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με το I Will Follow Into The Dark, την τρίτη κινηματογραφική προσπάθεια του τριαντατριάχρονου Mark Edwin Robinson.
Αρχικά γνωστό ως Into The Dark, προσεγγίζει το horror είδος από μια διαφορετική σκοπιά - επιλέγοντας να απομακρυνθεί συνειδητά από τα τετριμμένα - και ενώνει σε κοινή πορεία το μεταφυσικό, τον τρόμο και το μυστήριο μαζί με ένα δυνατό ρομαντικό love story που αγγίζει την καρδιά.
Αδιαμφισβήτητα ένα από τα λίγα πολυαναμενόμενα horror της χρονιάς που δικαιώνει την προσμονή μας - ακόμα και με τις ατέλειες του… και επιτέλους ένα φιλμ που μπορείτε να παρακολουθήσετε αγκαλιά με το έτερον ήμισυ άφοβα, χωρίς να ακούσετε στο τέλος της προβολής: «Τι είναι πάλι αυτό που με έφερες να δω;»
Όπως θα διαπιστώσετε και παρακάτω, το σενάριο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είτε το δείτε με το ταίρι σας, είτε μόνοι.
Και για του λόγου το αληθές…
Η νεαρή Sophia (Mischa Barton, Homecoming), βασανίζεται από σοβαρή κατάθλιψη ύστερα από το πρόσφατο θάνατο και των δύο γονιών της...
Χωρίς κίνητρο για να συνεχίσει τη ζωή της και με ερωτήματα που αφορούν την αξία της ύπαρξης να κατακλύζουν το μυαλό της, φτάνει σε ψυχολογικό και συναισθηματικό αδιέξοδο.
Μέχρι που μια συνηθισμένη και «σκοτεινή» μέρα ρουτίνας, πέφτει - στην κυριολεξία - πάνω στον γοητευτικό και πνευματώδη Adam (Ryan Eggold).
Η αρχική έλξη που νιώθει ο ένας για τον άλλο, γρήγορα μετατρέπεται σε δυνατό έρωτα, ανεβάζοντας κατακόρυφα την ψυχολογική διάθεση της Sophia, η οποία αναγνωρίζει στο πρόσωπο του νεαρού άντρα την αδερφή ψυχή που πάντα έψαχνε.
Το ρομαντικό ειδύλλιο όμως ξαφνικά παίρνει αναπάντεχη τροπή όταν ο Adam εξαφανίζεται μυστηριωδώς στα βάθη του στοιχειωμένου κτιρίου που διαμένει, αφήνοντας πίσω του…εκτός από μερικές κηλίδες αίματος, δεκάδες αναπάντητα ερωτήματα.
Αναστατωμένη από τη μυστηριώδη αυτή εξέλιξη η Sophia με τη βοήθεια του καλού της φίλου Sam (Jaz Martin) και της συγκατοίκου του Adam, Astrid (Leah Pipes, Sorority Row),βάζει σκοπό να ανακαλύψει τι απέγινε ο αγαπημένος της και ξεκινά αμέσως την έρευνα της από το διαβόητο 21ο όροφο του κτιρίου.
Εκεί θα εισέλθει σε έναν κόσμο όπου το απόλυτο κακό παραμονεύει και θα βρεθεί αντιμέτωπη με καταστάσεις που ξεπερνούν την κοινή λογική, βάζοντας σε κίνδυνο τους φίλους της αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό.
Δείχνει όμως αποφασισμένη να φτάσει στα άκρα για να συναντήσει αυτόν που αγαπά, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να περάσει στον κόσμο του υπερφυσικού θυσιάζοντας ότι πολυτιμότερο έχει.
Να ξεκινήσω έτσι… το I Will Follow Into The Dark δεν είναι τέλειο, δεν έχει από πίσω του καμιά μεγάλη παραγωγή, τρανταχτά ονόματα πρώτου βεληνεκούς, ενώ διαθέτει αρκετά μελανά σημεία που δεν θα πείσουν το κοινό.
Αργεί επίσης λίγο παραπάνω να ανεβάσει ταχύτητα και υπάρχουν στιγμές που το λες υποτονικό.
Αυτά όμως δεν αρκούν για να απογοητεύσουν το θεατή, ο οποίος αντικρίζει απέναντι του ένα φιλμ με ταυτότητα που σε κερδίζει λεπτό με το λεπτό.
Ξεκινώντας αρχικά χλιαρά κι αναμενόμενα ως καταθλιπτικό δράμα, εξελίσσεται αργά και νωχελικά σε ρομαντική ιστορία αγάπης που λίγο πριν το τέλος θα μετατραπεί σε ατμοσφαιρικότατο μεταφυσικό θρίλερ τρόμου για γερά νεύρα.
Και κάπως έτσι από τη μια στιγμή στην άλλη, βυθίζεσαι σταθερά και μεθοδευμένα, σε έναν ονειρικό μα ταυτόχρονα εφιαλτικό κόσμο, γεμάτο πλούσιες εικόνες και έντονα συναισθήματα.
Με ολόκληρες σεκάνς βγαλμένες λες και από καρτ ποστάλ, ατμοσφαιρική σκηνοθεσία που αγγίζει συχνά τον νατουραλισμό και ένα εξαιρετικά φιλόδοξο, καλογραμμένο σενάριο, πείθει το θεατή για το περιεχόμενο των όσων παρακολουθεί και κάνει τις μετρημένες αλλά χτυπητές αναληθοφάνειες που περνούν από τα μάτια του, να μοιάζουν πταίσματα μπροστά στο μεγαλείο της ταινίας.
Τίποτα όμως δεν θα ήταν το ίδιο αν δεν υπήρχε στο φιλμ, η παρουσία της υπερτιμημένης τελικά Mischa Barton.
Όσοι τη θυμάστε από το τηλεοπτικό The O.C. που την έκανε γνωστή στο ευρύ κοινό ή από τις μετέπειτα λίγες αλλά χαρακτηριστικές κινηματογραφικές της εμφανίσεις (The Sixth Sense), θα γνωρίζετε πως εκτός από ένα πολύ φωτογενές πρόσωπο (που θυμίζει υπερβολικά γνωστή Ελληνίδα τραγουδίστρια) διαθέτει και ένα πηγαίο, ανεκμετάλλευτο ταλέντο, ικανό να την κάνει star πρώτης γραμμής.
Με τη μπάσα, γοητευτική φωνή της και την ερμηνευτική της αυτοπεποίθηση δίνει πόντους στο φιλμ και μας αποκαλύπτει μια εν δυνάμει horror queen, σοβαρή και επιβλητική, όπως αρμόζει σε κάθε σοβαρό θρίλερ που σέβεται τον εαυτό του.
Αν κοιτάξουμε μάλιστα τις επόμενες δουλειές της - που ανήκουν όλες στο horror είδος - θα συνειδητοποιήσουμε ακόμα καλύτερα ότι η Mischa Barton ήρθε για να μείνει!
Ας επιστρέψουμε όμως στα της ταινίας…
Έχοντας δάνεια από κλασικές ταινίες εξαφάνισης, τυπικά χολιγουντιανά ρομάντζα και θρίλερ τύπου Flatliners, καταφέρνει όχι μόνο να μην τα κάνει θάλασσα, αλλά να ισορροπήσει με αξιέπαινη μαεστρία ανάμεσα τους, χαρίζοντάς μας μικρές κινηματογραφικές ανατριχίλες ικανοποίησης.
Ικανοποίηση που αγγίζει τον θρίαμβο όσο πλησιάζουμε στο υποβλητικό, καθηλωτικό και αρκούντως τρομαχτικό φινάλε, το οποίο προσπερνά τις όποιες συμβάσεις, κλείνοντας μας το μάτι αισιόδοξα αλλά συνάμα τόσο… μελαγχολικά… όπως αξίζει σε κάθε γνήσια σκοτεινή ιστορία αγάπης…
Κάθε φορά που στο αγαπημένο μας είδος εισβάλει το συναίσθημα με τη μορφή μιας δυνατής ερωτικής ιστορίας, προκύπτει ένα αποτέλεσμα συνήθως ακαταμάχητο που αργά ή γρήγορα γίνεται κλασικό (βλέπε Δράκουλας, The Fly και γιατί όχι Twilight).
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με το I Will Follow Into The Dark, την τρίτη κινηματογραφική προσπάθεια του τριαντατριάχρονου Mark Edwin Robinson.
Αρχικά γνωστό ως Into The Dark, προσεγγίζει το horror είδος από μια διαφορετική σκοπιά - επιλέγοντας να απομακρυνθεί συνειδητά από τα τετριμμένα - και ενώνει σε κοινή πορεία το μεταφυσικό, τον τρόμο και το μυστήριο μαζί με ένα δυνατό ρομαντικό love story που αγγίζει την καρδιά.
Αδιαμφισβήτητα ένα από τα λίγα πολυαναμενόμενα horror της χρονιάς που δικαιώνει την προσμονή μας - ακόμα και με τις ατέλειες του… και επιτέλους ένα φιλμ που μπορείτε να παρακολουθήσετε αγκαλιά με το έτερον ήμισυ άφοβα, χωρίς να ακούσετε στο τέλος της προβολής: «Τι είναι πάλι αυτό που με έφερες να δω;»
Όπως θα διαπιστώσετε και παρακάτω, το σενάριο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είτε το δείτε με το ταίρι σας, είτε μόνοι.
Και για του λόγου το αληθές…
Η νεαρή Sophia (Mischa Barton, Homecoming), βασανίζεται από σοβαρή κατάθλιψη ύστερα από το πρόσφατο θάνατο και των δύο γονιών της...
Χωρίς κίνητρο για να συνεχίσει τη ζωή της και με ερωτήματα που αφορούν την αξία της ύπαρξης να κατακλύζουν το μυαλό της, φτάνει σε ψυχολογικό και συναισθηματικό αδιέξοδο.
Μέχρι που μια συνηθισμένη και «σκοτεινή» μέρα ρουτίνας, πέφτει - στην κυριολεξία - πάνω στον γοητευτικό και πνευματώδη Adam (Ryan Eggold).
Η αρχική έλξη που νιώθει ο ένας για τον άλλο, γρήγορα μετατρέπεται σε δυνατό έρωτα, ανεβάζοντας κατακόρυφα την ψυχολογική διάθεση της Sophia, η οποία αναγνωρίζει στο πρόσωπο του νεαρού άντρα την αδερφή ψυχή που πάντα έψαχνε.
Το ρομαντικό ειδύλλιο όμως ξαφνικά παίρνει αναπάντεχη τροπή όταν ο Adam εξαφανίζεται μυστηριωδώς στα βάθη του στοιχειωμένου κτιρίου που διαμένει, αφήνοντας πίσω του…εκτός από μερικές κηλίδες αίματος, δεκάδες αναπάντητα ερωτήματα.
Αναστατωμένη από τη μυστηριώδη αυτή εξέλιξη η Sophia με τη βοήθεια του καλού της φίλου Sam (Jaz Martin) και της συγκατοίκου του Adam, Astrid (Leah Pipes, Sorority Row),βάζει σκοπό να ανακαλύψει τι απέγινε ο αγαπημένος της και ξεκινά αμέσως την έρευνα της από το διαβόητο 21ο όροφο του κτιρίου.
Εκεί θα εισέλθει σε έναν κόσμο όπου το απόλυτο κακό παραμονεύει και θα βρεθεί αντιμέτωπη με καταστάσεις που ξεπερνούν την κοινή λογική, βάζοντας σε κίνδυνο τους φίλους της αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό.
Δείχνει όμως αποφασισμένη να φτάσει στα άκρα για να συναντήσει αυτόν που αγαπά, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να περάσει στον κόσμο του υπερφυσικού θυσιάζοντας ότι πολυτιμότερο έχει.
Να ξεκινήσω έτσι… το I Will Follow Into The Dark δεν είναι τέλειο, δεν έχει από πίσω του καμιά μεγάλη παραγωγή, τρανταχτά ονόματα πρώτου βεληνεκούς, ενώ διαθέτει αρκετά μελανά σημεία που δεν θα πείσουν το κοινό.
Αργεί επίσης λίγο παραπάνω να ανεβάσει ταχύτητα και υπάρχουν στιγμές που το λες υποτονικό.
Αυτά όμως δεν αρκούν για να απογοητεύσουν το θεατή, ο οποίος αντικρίζει απέναντι του ένα φιλμ με ταυτότητα που σε κερδίζει λεπτό με το λεπτό.
Ξεκινώντας αρχικά χλιαρά κι αναμενόμενα ως καταθλιπτικό δράμα, εξελίσσεται αργά και νωχελικά σε ρομαντική ιστορία αγάπης που λίγο πριν το τέλος θα μετατραπεί σε ατμοσφαιρικότατο μεταφυσικό θρίλερ τρόμου για γερά νεύρα.
Και κάπως έτσι από τη μια στιγμή στην άλλη, βυθίζεσαι σταθερά και μεθοδευμένα, σε έναν ονειρικό μα ταυτόχρονα εφιαλτικό κόσμο, γεμάτο πλούσιες εικόνες και έντονα συναισθήματα.
Με ολόκληρες σεκάνς βγαλμένες λες και από καρτ ποστάλ, ατμοσφαιρική σκηνοθεσία που αγγίζει συχνά τον νατουραλισμό και ένα εξαιρετικά φιλόδοξο, καλογραμμένο σενάριο, πείθει το θεατή για το περιεχόμενο των όσων παρακολουθεί και κάνει τις μετρημένες αλλά χτυπητές αναληθοφάνειες που περνούν από τα μάτια του, να μοιάζουν πταίσματα μπροστά στο μεγαλείο της ταινίας.
Τίποτα όμως δεν θα ήταν το ίδιο αν δεν υπήρχε στο φιλμ, η παρουσία της υπερτιμημένης τελικά Mischa Barton.
Όσοι τη θυμάστε από το τηλεοπτικό The O.C. που την έκανε γνωστή στο ευρύ κοινό ή από τις μετέπειτα λίγες αλλά χαρακτηριστικές κινηματογραφικές της εμφανίσεις (The Sixth Sense), θα γνωρίζετε πως εκτός από ένα πολύ φωτογενές πρόσωπο (που θυμίζει υπερβολικά γνωστή Ελληνίδα τραγουδίστρια) διαθέτει και ένα πηγαίο, ανεκμετάλλευτο ταλέντο, ικανό να την κάνει star πρώτης γραμμής.
Με τη μπάσα, γοητευτική φωνή της και την ερμηνευτική της αυτοπεποίθηση δίνει πόντους στο φιλμ και μας αποκαλύπτει μια εν δυνάμει horror queen, σοβαρή και επιβλητική, όπως αρμόζει σε κάθε σοβαρό θρίλερ που σέβεται τον εαυτό του.
Αν κοιτάξουμε μάλιστα τις επόμενες δουλειές της - που ανήκουν όλες στο horror είδος - θα συνειδητοποιήσουμε ακόμα καλύτερα ότι η Mischa Barton ήρθε για να μείνει!
Ας επιστρέψουμε όμως στα της ταινίας…
Έχοντας δάνεια από κλασικές ταινίες εξαφάνισης, τυπικά χολιγουντιανά ρομάντζα και θρίλερ τύπου Flatliners, καταφέρνει όχι μόνο να μην τα κάνει θάλασσα, αλλά να ισορροπήσει με αξιέπαινη μαεστρία ανάμεσα τους, χαρίζοντάς μας μικρές κινηματογραφικές ανατριχίλες ικανοποίησης.
Ικανοποίηση που αγγίζει τον θρίαμβο όσο πλησιάζουμε στο υποβλητικό, καθηλωτικό και αρκούντως τρομαχτικό φινάλε, το οποίο προσπερνά τις όποιες συμβάσεις, κλείνοντας μας το μάτι αισιόδοξα αλλά συνάμα τόσο… μελαγχολικά… όπως αξίζει σε κάθε γνήσια σκοτεινή ιστορία αγάπης…
Post a Comment