Ο Δολοφόνος Με Το Πριόνι - Texas Chainsaw 3D review
Αναδημοσίευση από FilmBoy.
Πόσο ακόμα θα… «πριονιστεί» ο μύθος του αγαπημένου μας σχιζοφρενή;
Αυτό ήταν το ερώτημα που αυτόματα σχηματίστηκε στα χείλη μας με το πέρας της προβολής του Texas Chainsaw 3D (τρομάρα τους).
Μία πραγματική απογοήτευση, μία διακωμώδηση του θρύλου, που το 1974 έδωσε ώθηση και μία νέα διάσταση στις ταινίες τρόμου.
Το gore και το original splater στα καλύτερα τους, δοσμένα μέσα από μία εξαιρετική σκηνοθετικά δουλειά, που από τότε σε ανάγκασε να «βρέχεις» τα παντελόνια σου όποτε άκουγες αλυσοπρίονο.
Και όχι τίποτα άλλο, η ταινία του John Luessenhop άρχισε ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτίνοντας φόρο τιμής στο ντεμπούτο του Leatherface στις σκοτεινές αίθουσες, το 1974.
Έτσι παρατηρούμε σε fast forward τα γεγονότα που ώθησαν τους κατοίκους της μικρής αγροτικής πόλης Newt του Τέξας, να στραφούν ενάντια στην οικογένεια Sawyer.
Στην ουσία, βλέπουμε - με μελαγχολία - σκηνές από τη ταινία του Tobe Hooper (The Texas Chainsaw Massacre - 1974).
Αφού λοιπόν πραγματοποιήσουμε αυτό το ωραιότατο flashback (το οποίο είναι και το μοναδικό σημείο που πραγματικά μας άρεσε), περνάμε (δυστυχώς) στην καινούργια ταινία, όπου παρακολουθούμε το τι γίνεται αμέσως μετά από τα παραπάνω γεγονότα.
Οι υποψίες για τις αποτρόπαιες πράξεις της εν λόγω οικογένειας και ειδικότερα τη νοσηρότητα του νεαρού - τότε - Jedidiah “Jed” Sawyer (κατά κόσμο γνωστός ως Leatherface) οδήγησαν μία μερίδα κατοίκων με μπροστάρη τον μετέπειτα δήμαρχο της πόλης, Burt Hartman (Paul Rae, True Grit) μπροστά στην οικεία της.
Μάταια ο σερίφης Hooper (Thom Barry) τους καλούσε να λογικευτούν.
Οι υποψίες για τις απάνθρωπες πράξεις της οικογένειας Sawyer υπερίσχυσαν της λογικής (η οποία υπέτασσε σύλληψη του «πειραγμένου» Jed, δίκη και λογικά καταδίκη του) και έτσι στις 19 Αυγούστου του 1973 η οικογένεια Sawyer ξεκληρίζεται καθώς το μαινόμενο πλήθος καίει την αγροικία.
Και ενώ τρελός χορός στήνεται από τον Hartman και την παρέα του πάνω στις στάχτες των Sawyer, γινόμαστε μάρτυρες ενός τρομακτικού μυστικού.
Δεν είναι όλοι οι Sawyer νεκροί.
Ο Miller (David Born, Puncture), ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Hartman, ανακαλύπτει τη Loretta, μία Sawyer, η οποία - μισοπεθαμένη πια - κρατά ένα μωρό στην αγκαλιά της.
Χωρίς δεύτερη σκέψη αρπάζει το μωρό, το οποίο και υιοθετεί μαζί με τη γυναίκα του, δίνοντας του το όνομα Heather…
…23 χρόνια μετά από τα παραπάνω περιστατικά, η Heather (Alexandra Daddario, Hall Pass) έχει μεγαλώσει αρκετά και έχει ομορφύνει ακόμα περισσότερο.
Δεν γνωρίζει τίποτα για την καταγωγή της, καθώς οι γονείς της δεν έκριναν σκόπιμο να της αποκαλύψουν τις νοσηρές ρίζες της.
Παρ’ όλα αυτά, επειδή ο διάολος έχει πολλά ποδάρια, λαμβάνει ένα γράμμα το οποίο αναφέρει πως ύστερα από το θάνατο της γιαγιάς της (την ύπαρξη της οποίας αγνοούσε) κληρονόμησε ένα σπίτι στο Newt του Τέξας.
Ύστερα από ένα τετ- α τετ με τους γονείς της, μαθαίνει ότι είναι υιοθετημένη και έτσι παρά τις προειδοποιήσεις των πρώτων αναφορικά με το πόσο κακό θα ήταν να επισκεφτεί αυτό το μέρος, αποφασίζει μαζί με το αγόρι της, τον Ryan (Trey Songz), το φίλο τους, Kenny (Keram Malicki-Sanchez) και την κολλητή της, Nikki (Tania Raymonde, Blue Like Jazz) να μπαρκάρουν σε ένα βαν (σαφή αναφορά στην ταινία του ’74) με προορισμό φυσικά το Newt.
Στην πορεία θα συναντήσουν τον Darryl (Shaun Sipos, Enter Nowhere) τον οποίο και θα πάρουν μαζί τους (ακόμα μία αναφορά στην πρώτη ταινία).
Παρένθεση: μέχρι και ένα πεθαμένο αρμαντίλο εμφανίζεται κάποια στιγμή στη μέση του δρόμου, για να μας θυμίσει το original φιλμ.
Με το που φτάνουν στο περιβόητο σπίτι λοιπόν, που όπως καταλάβατε δεν είναι άλλο από το ανοικοδομημένο – πλέον - πρώην καμένο ερείπιο των Sawyer, αρχίζει στην ουσία το horror (υποτίθεται) στοιχείο της ταινίας.
Ο Darryl άθελα του ελευθερώνει ένα κακό το οποίο δεν κάηκε μαζί με τα υπόλοιπα έμβια όντα του σπιτιού, αλλά συνέχισε να ζει.
Το πιάσατε φαντάζομαι το νόημα: Ο Leatherface όχι απλά ζει αλλά έχει και μεγάλη όρεξη για μαρσαρίσματα με το αλυσοπρίονο.
Ο αγαπητός μας σχιζοφρενής αρχίζει να μακελεύει κόσμο και κοσμάκη, αγνοώντας πως μέσα στο πλήθος της φρέσκιας σάρκας που έχει έρθει στο κατώφλι του βρίσκεται στην ουσία και η ξαδέρφη του!
Εντάξει, το παραδέχομαι τώρα που το διαβάζω και εγώ μου φαίνεται πιασάρικο.
Δυνατό story που μπλέκει χαμένους δεσμούς αίματος, κλασσικό splatter με ό, τι αυτό συνεπάγεται, κλίμα επαρχιακής αμερικάνικης πόλης (συνήθως «αρρωστημένο»), όλα ιδανικά.
Γιατί λοιπόν κλαίγεσαι αγαπητέ αρθρογράφε;
Γιατί αυτό που παρακολούθησα ήταν επιεικώς χαζό!
Από πού να αρχίσω και που να τελειώσω.
Από τους διαλόγους που ήταν πιο απλοί και από το «σκέφτομαι και γράφω» του Δημοτικού;
Από τις ερμηνείες που «βρώμαγαν» εφηβική χαζοαμερικάνικη ταινία;
Από τη ροή της ταινίας που έμοιαζε πιο προβλέψιμη και από την πιθανότητα να αντιγράψουν φοιτητές υπό το «βλέμμα» τυφλού επιτηρητή;
Από το «τραβηγμένο από τα αυτιά» αν και προβλέψιμο, όπως είπαμε και πριν, φινάλε;
Από την έλλειψη πραγματικά τρομαχτικών σκηνών παρά μόνο μερικών splatters; Από κάτι άλλο που μας διέφυγε μέσα στον κυκλώνα της οργής μας;
Ηρεμία, αναπνοές… πάμε να τα βάλουμε όλα σε μία τάξη.
Όπως είπα και στον πρόλογο, η ταινία αρχίζει ιδανικά, με πλάνα από το έργο του ’74 ενώ συνεχίζει ικανοποιητικά δίνοντας μας διάφορα «πατήματα» στο original φιλμ (μία ακόμα αναφορά, το κόκκινο σορτσάκι της Nikki που είναι ίδιο με αυτό της πρωταγωνίστριας στην πρώτη ταινία).
Η «μανέστρα» χαλάει στη συνέχεια όμως, καθώς ακόμα και όταν ο Leatherface κάνει την εμφάνιση του (περιμέναμε εκείνη τη στιγμή μιας και μιλάμε για τον απόλυτο πρωταγωνιστή της ταινίας), το γεγονός παρουσιάζεται τόσο «ψυχρά» και «επίπεδα» που χάνει την όποια μαγεία του.
Και αν για τις απρόβλεπτες και - κάποιες φορές - άκυρες πράξεις του δεν μπορούμε να πούμε κουβέντα, στο κάτω- κάτω της γραφής σχιζοφρενής είναι, για την προσπάθεια εξανθρωπισμού και συμπάθειας του στο τέλος του έργου, μόνο τα χειρότερα έχουμε να πούμε.
Για να καταλάβετε, μόνο που δεν τον έβαλαν να κλάψει ο κύριος Luessenhop και οι έξι σεναριογράφοι (ήταν και πολλοί πανάθεμα τους).
Αν το βλέπαμε και αυτό, δάκρυα δηλαδή να σκίζουν την - καμωμένη από ανθρώπινα δέρματα - μάσκα του, θα σηκώναμε πλακάτ με απαίτηση για sequel με τίτλο: «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το φλιτζανάκι του τσαγιού».
Εν πάση περιπτώσει, ας το ξεπεράσουμε και ας υποθέσουμε πως επρόκειτο για μία άτυχη σκηνοθετική και σεναριακή επιλογή.
Αυτό που πραγματικά δεν συγχωρούμε όμως είναι το χιλιοειπωμένο, βαρετό μέχρι αηδίας, ξεπερασμένο κλίμα που αποπνέει η τετραμελής, πενταμελής αν υπολογίσουμε και τον Darryl, παρέα των νεαρών.
Τόσα κλισέ που βαριέσαι και να τα απαριθμήσεις.
Και αν το 1974 είχε πλάκα να τοποθετείς πέντε νέους σε ένα βαν, να τους στολίζεις τα πρόσωπα με χαμόγελα και να τους στέλνεις στο στόμα του λύκου, πλέον το υπογραμμίζουμε: «Δεν πάει άλλο»!
Μάλλον όλα τα παραπάνω τα διαισθάνθηκαν και οι άνθρωποι της παραγωγής και έτσι κατέβαλλαν προσπάθειες προς το τέλος, να σώσουν ότι μπορούσαν.
Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς η εντελώς εκτός πραγματικότητας κατάληξη.
Μία κατάληξη που, όσο τη φέρνω στο μυαλό μου τόσο πιο άσχετη και «κουφή» μου φαίνεται.
Να spoilάρω, να μην spoilάρω…
Αφήστε δεν λέω τίποτα, αν και έχω έτοιμες μια-δυο ατάκες φωτιά από το φινάλε (αλλά θα τα πω όλα στο Spoiler-Post αύριο).
Αν το δείτε πάντως (παραδόξως συνιστώ να επισκεφτείτε για χάρη της την σκοτεινή αίθουσα, για την αρχή της ταινίας που είναι αρκετά όμορφη, κάποιες slasher σκηνές που έχουν «ψωμί» - για τους λάτρεις του είδους βεβαίως - και γιατί διάολε, βγάζει γέλιο, περνάς καλά 92 λεπτά) μπορείτε να καταγράψετε την καλύτερη όλων.
Ένας άλλος παράγοντας στον οποίο «πονάει» η ταινία είναι η ανυπαρξία πραγματικά horror σκηνών.
Άντε να τρομάξεις λίγο στα πλάνα των υπόγειων διαμερισμάτων του Leatherface.
Από εκεί και πέρα ούτε καν μία ανατριχίλα.
Πάντως, δεν ήταν όλα «μαύρα και άραχνα».
Είπαμε, συγκινητική και μελαγχολική εισαγωγή αλλά και αξιοσημείωτες splatter σκηνές.
Όσοι αγαπούν το είδος, θα πωρωθούν με τη χρήση του πριονιού εκ μέρους του μικρού Jed.
Γενικά, αν επρόκειτο για μία άσχετη ταινία, ένα original φιλμ, θα ήμασταν πιο επιεικείς και ίσως καλοπροαίρετοι.
Από τη στιγμή όμως που έχουμε να κάνουμε με μία βαριά κληρονομιά, δεν μπορούμε να μην σταθούμε στο πόσο κατώτερο των προσδοκιών που είχε δημιουργήσει το franchise ήταν το Texas Chainsaw 3D.
Ο σχιζοφρενής δολοφόνος συνεχίζει να παίρνει την κάτω βόλτα και μένει να δούμε αν θα βρεθεί κάποιος να τον αναστήσει και να τον επαναφέρει στα υψηλά στρώματα της κατάταξης των μυθικών serial killers όπου και δικαιωματικά ανήκει.
Texas Chainsaw 3D trailer από Horrorant
Πόσο ακόμα θα… «πριονιστεί» ο μύθος του αγαπημένου μας σχιζοφρενή;
Αυτό ήταν το ερώτημα που αυτόματα σχηματίστηκε στα χείλη μας με το πέρας της προβολής του Texas Chainsaw 3D (τρομάρα τους).
Μία πραγματική απογοήτευση, μία διακωμώδηση του θρύλου, που το 1974 έδωσε ώθηση και μία νέα διάσταση στις ταινίες τρόμου.
Το gore και το original splater στα καλύτερα τους, δοσμένα μέσα από μία εξαιρετική σκηνοθετικά δουλειά, που από τότε σε ανάγκασε να «βρέχεις» τα παντελόνια σου όποτε άκουγες αλυσοπρίονο.
Και όχι τίποτα άλλο, η ταινία του John Luessenhop άρχισε ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτίνοντας φόρο τιμής στο ντεμπούτο του Leatherface στις σκοτεινές αίθουσες, το 1974.
Έτσι παρατηρούμε σε fast forward τα γεγονότα που ώθησαν τους κατοίκους της μικρής αγροτικής πόλης Newt του Τέξας, να στραφούν ενάντια στην οικογένεια Sawyer.
Στην ουσία, βλέπουμε - με μελαγχολία - σκηνές από τη ταινία του Tobe Hooper (The Texas Chainsaw Massacre - 1974).
Αφού λοιπόν πραγματοποιήσουμε αυτό το ωραιότατο flashback (το οποίο είναι και το μοναδικό σημείο που πραγματικά μας άρεσε), περνάμε (δυστυχώς) στην καινούργια ταινία, όπου παρακολουθούμε το τι γίνεται αμέσως μετά από τα παραπάνω γεγονότα.
Οι υποψίες για τις αποτρόπαιες πράξεις της εν λόγω οικογένειας και ειδικότερα τη νοσηρότητα του νεαρού - τότε - Jedidiah “Jed” Sawyer (κατά κόσμο γνωστός ως Leatherface) οδήγησαν μία μερίδα κατοίκων με μπροστάρη τον μετέπειτα δήμαρχο της πόλης, Burt Hartman (Paul Rae, True Grit) μπροστά στην οικεία της.
Μάταια ο σερίφης Hooper (Thom Barry) τους καλούσε να λογικευτούν.
Οι υποψίες για τις απάνθρωπες πράξεις της οικογένειας Sawyer υπερίσχυσαν της λογικής (η οποία υπέτασσε σύλληψη του «πειραγμένου» Jed, δίκη και λογικά καταδίκη του) και έτσι στις 19 Αυγούστου του 1973 η οικογένεια Sawyer ξεκληρίζεται καθώς το μαινόμενο πλήθος καίει την αγροικία.
Και ενώ τρελός χορός στήνεται από τον Hartman και την παρέα του πάνω στις στάχτες των Sawyer, γινόμαστε μάρτυρες ενός τρομακτικού μυστικού.
Δεν είναι όλοι οι Sawyer νεκροί.
Ο Miller (David Born, Puncture), ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Hartman, ανακαλύπτει τη Loretta, μία Sawyer, η οποία - μισοπεθαμένη πια - κρατά ένα μωρό στην αγκαλιά της.
Χωρίς δεύτερη σκέψη αρπάζει το μωρό, το οποίο και υιοθετεί μαζί με τη γυναίκα του, δίνοντας του το όνομα Heather…
…23 χρόνια μετά από τα παραπάνω περιστατικά, η Heather (Alexandra Daddario, Hall Pass) έχει μεγαλώσει αρκετά και έχει ομορφύνει ακόμα περισσότερο.
Δεν γνωρίζει τίποτα για την καταγωγή της, καθώς οι γονείς της δεν έκριναν σκόπιμο να της αποκαλύψουν τις νοσηρές ρίζες της.
Παρ’ όλα αυτά, επειδή ο διάολος έχει πολλά ποδάρια, λαμβάνει ένα γράμμα το οποίο αναφέρει πως ύστερα από το θάνατο της γιαγιάς της (την ύπαρξη της οποίας αγνοούσε) κληρονόμησε ένα σπίτι στο Newt του Τέξας.
Ύστερα από ένα τετ- α τετ με τους γονείς της, μαθαίνει ότι είναι υιοθετημένη και έτσι παρά τις προειδοποιήσεις των πρώτων αναφορικά με το πόσο κακό θα ήταν να επισκεφτεί αυτό το μέρος, αποφασίζει μαζί με το αγόρι της, τον Ryan (Trey Songz), το φίλο τους, Kenny (Keram Malicki-Sanchez) και την κολλητή της, Nikki (Tania Raymonde, Blue Like Jazz) να μπαρκάρουν σε ένα βαν (σαφή αναφορά στην ταινία του ’74) με προορισμό φυσικά το Newt.
Στην πορεία θα συναντήσουν τον Darryl (Shaun Sipos, Enter Nowhere) τον οποίο και θα πάρουν μαζί τους (ακόμα μία αναφορά στην πρώτη ταινία).
Παρένθεση: μέχρι και ένα πεθαμένο αρμαντίλο εμφανίζεται κάποια στιγμή στη μέση του δρόμου, για να μας θυμίσει το original φιλμ.
Με το που φτάνουν στο περιβόητο σπίτι λοιπόν, που όπως καταλάβατε δεν είναι άλλο από το ανοικοδομημένο – πλέον - πρώην καμένο ερείπιο των Sawyer, αρχίζει στην ουσία το horror (υποτίθεται) στοιχείο της ταινίας.
Ο Darryl άθελα του ελευθερώνει ένα κακό το οποίο δεν κάηκε μαζί με τα υπόλοιπα έμβια όντα του σπιτιού, αλλά συνέχισε να ζει.
Το πιάσατε φαντάζομαι το νόημα: Ο Leatherface όχι απλά ζει αλλά έχει και μεγάλη όρεξη για μαρσαρίσματα με το αλυσοπρίονο.
Ο αγαπητός μας σχιζοφρενής αρχίζει να μακελεύει κόσμο και κοσμάκη, αγνοώντας πως μέσα στο πλήθος της φρέσκιας σάρκας που έχει έρθει στο κατώφλι του βρίσκεται στην ουσία και η ξαδέρφη του!
Εντάξει, το παραδέχομαι τώρα που το διαβάζω και εγώ μου φαίνεται πιασάρικο.
Δυνατό story που μπλέκει χαμένους δεσμούς αίματος, κλασσικό splatter με ό, τι αυτό συνεπάγεται, κλίμα επαρχιακής αμερικάνικης πόλης (συνήθως «αρρωστημένο»), όλα ιδανικά.
Γιατί λοιπόν κλαίγεσαι αγαπητέ αρθρογράφε;
Γιατί αυτό που παρακολούθησα ήταν επιεικώς χαζό!
Από πού να αρχίσω και που να τελειώσω.
Από τους διαλόγους που ήταν πιο απλοί και από το «σκέφτομαι και γράφω» του Δημοτικού;
Από τις ερμηνείες που «βρώμαγαν» εφηβική χαζοαμερικάνικη ταινία;
Από τη ροή της ταινίας που έμοιαζε πιο προβλέψιμη και από την πιθανότητα να αντιγράψουν φοιτητές υπό το «βλέμμα» τυφλού επιτηρητή;
Από το «τραβηγμένο από τα αυτιά» αν και προβλέψιμο, όπως είπαμε και πριν, φινάλε;
Από την έλλειψη πραγματικά τρομαχτικών σκηνών παρά μόνο μερικών splatters; Από κάτι άλλο που μας διέφυγε μέσα στον κυκλώνα της οργής μας;
Ηρεμία, αναπνοές… πάμε να τα βάλουμε όλα σε μία τάξη.
Όπως είπα και στον πρόλογο, η ταινία αρχίζει ιδανικά, με πλάνα από το έργο του ’74 ενώ συνεχίζει ικανοποιητικά δίνοντας μας διάφορα «πατήματα» στο original φιλμ (μία ακόμα αναφορά, το κόκκινο σορτσάκι της Nikki που είναι ίδιο με αυτό της πρωταγωνίστριας στην πρώτη ταινία).
Η «μανέστρα» χαλάει στη συνέχεια όμως, καθώς ακόμα και όταν ο Leatherface κάνει την εμφάνιση του (περιμέναμε εκείνη τη στιγμή μιας και μιλάμε για τον απόλυτο πρωταγωνιστή της ταινίας), το γεγονός παρουσιάζεται τόσο «ψυχρά» και «επίπεδα» που χάνει την όποια μαγεία του.
Και αν για τις απρόβλεπτες και - κάποιες φορές - άκυρες πράξεις του δεν μπορούμε να πούμε κουβέντα, στο κάτω- κάτω της γραφής σχιζοφρενής είναι, για την προσπάθεια εξανθρωπισμού και συμπάθειας του στο τέλος του έργου, μόνο τα χειρότερα έχουμε να πούμε.
Για να καταλάβετε, μόνο που δεν τον έβαλαν να κλάψει ο κύριος Luessenhop και οι έξι σεναριογράφοι (ήταν και πολλοί πανάθεμα τους).
Αν το βλέπαμε και αυτό, δάκρυα δηλαδή να σκίζουν την - καμωμένη από ανθρώπινα δέρματα - μάσκα του, θα σηκώναμε πλακάτ με απαίτηση για sequel με τίτλο: «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το φλιτζανάκι του τσαγιού».
Εν πάση περιπτώσει, ας το ξεπεράσουμε και ας υποθέσουμε πως επρόκειτο για μία άτυχη σκηνοθετική και σεναριακή επιλογή.
Αυτό που πραγματικά δεν συγχωρούμε όμως είναι το χιλιοειπωμένο, βαρετό μέχρι αηδίας, ξεπερασμένο κλίμα που αποπνέει η τετραμελής, πενταμελής αν υπολογίσουμε και τον Darryl, παρέα των νεαρών.
Τόσα κλισέ που βαριέσαι και να τα απαριθμήσεις.
Και αν το 1974 είχε πλάκα να τοποθετείς πέντε νέους σε ένα βαν, να τους στολίζεις τα πρόσωπα με χαμόγελα και να τους στέλνεις στο στόμα του λύκου, πλέον το υπογραμμίζουμε: «Δεν πάει άλλο»!
Μάλλον όλα τα παραπάνω τα διαισθάνθηκαν και οι άνθρωποι της παραγωγής και έτσι κατέβαλλαν προσπάθειες προς το τέλος, να σώσουν ότι μπορούσαν.
Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς η εντελώς εκτός πραγματικότητας κατάληξη.
Μία κατάληξη που, όσο τη φέρνω στο μυαλό μου τόσο πιο άσχετη και «κουφή» μου φαίνεται.
Να spoilάρω, να μην spoilάρω…
Αφήστε δεν λέω τίποτα, αν και έχω έτοιμες μια-δυο ατάκες φωτιά από το φινάλε (αλλά θα τα πω όλα στο Spoiler-Post αύριο).
Αν το δείτε πάντως (παραδόξως συνιστώ να επισκεφτείτε για χάρη της την σκοτεινή αίθουσα, για την αρχή της ταινίας που είναι αρκετά όμορφη, κάποιες slasher σκηνές που έχουν «ψωμί» - για τους λάτρεις του είδους βεβαίως - και γιατί διάολε, βγάζει γέλιο, περνάς καλά 92 λεπτά) μπορείτε να καταγράψετε την καλύτερη όλων.
Ένας άλλος παράγοντας στον οποίο «πονάει» η ταινία είναι η ανυπαρξία πραγματικά horror σκηνών.
Άντε να τρομάξεις λίγο στα πλάνα των υπόγειων διαμερισμάτων του Leatherface.
Από εκεί και πέρα ούτε καν μία ανατριχίλα.
Πάντως, δεν ήταν όλα «μαύρα και άραχνα».
Είπαμε, συγκινητική και μελαγχολική εισαγωγή αλλά και αξιοσημείωτες splatter σκηνές.
Όσοι αγαπούν το είδος, θα πωρωθούν με τη χρήση του πριονιού εκ μέρους του μικρού Jed.
Γενικά, αν επρόκειτο για μία άσχετη ταινία, ένα original φιλμ, θα ήμασταν πιο επιεικείς και ίσως καλοπροαίρετοι.
Από τη στιγμή όμως που έχουμε να κάνουμε με μία βαριά κληρονομιά, δεν μπορούμε να μην σταθούμε στο πόσο κατώτερο των προσδοκιών που είχε δημιουργήσει το franchise ήταν το Texas Chainsaw 3D.
Ο σχιζοφρενής δολοφόνος συνεχίζει να παίρνει την κάτω βόλτα και μένει να δούμε αν θα βρεθεί κάποιος να τον αναστήσει και να τον επαναφέρει στα υψηλά στρώματα της κατάταξης των μυθικών serial killers όπου και δικαιωματικά ανήκει.
Texas Chainsaw 3D trailer από Horrorant
Post a Comment