Silent House review
Γράφει ο Κωνσταντίνος Χατζηπαπάς.
Πριν 8 χρόνια, οι σκηνοθέτες Chris Kentis και Laura Lau έκαναν μια βουτιά στην επιτυχία με το απροσδόκητο Open Water, ένα φιλμ που έγινε αγαπημένο στα φεστιβάλ αλλά ξεθύμανε στις αίθουσες.
Λαμβάνοντας υπόψη το buzz που περιέβαλε η ταινία τους (με δυο δύτες στη μέση του ωκεανού), είναι λίγο περίεργο το γεγονός ότι το δίδυμο δεν έκανε τίποτε άλλο όλα αυτά τα χρόνια, παραλείποντας να χρησιμοποιήσουν τη δυναμική που είχαν τότε.
Και ξαφνικά, τους έρχεται η ιδέα να κάνουν το remake ενός μέτριου γενικά φιλμ από την Ουρουγουάη, κι ενώ έχουν περάσει μόνο λίγοι μήνες από τη προβολή του στις αίθουσες, μόνο και μόνο για να δοκιμάσουν τη τύχη τους στο one-shot gimmick.
Τι ανόητη ιδέα!
Το La Casa Muda του Gustavo Hernandez ήταν μια ταινία κλειστοφοβική, που εξελίσσονταν εξ ολοκλήρου σε ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό φωτισμό – άρα σκοτεινή στη μεγαλύτερη διάρκεια της, και που βασίζονταν στο ανατρεπτικό του τέλος (το οποίο, μεταξύ μας, ήταν για γέλια, διαβάστε το review εδώ).
Μα το κυριότερο είναι ότι δεν προλάβαμε να το ξεχάσουμε (μερικοί δε θα πρόλαβαν να το δουν ακόμα) και έσκασε μύτη το remake.
Πείτε μου, αλήθεια, υπάρχει κάποιος λόγος για να κάνεις remake μια ταινία όπου η ανατροπή είναι όλα τα λεφτά (φραγκοδίφραγκα, μη φανταστείτε καμιά περιουσία) …ένα χρόνο μετά το original;
Το αποτέλεσμα αποδεικνύει πως όχι.
Όσοι έχουν δει το original, δεν υπάρχει κανένας λόγος να δείτε μια χειρότερη εκδοχή της, λίγο καιρό αργότερα.
Σαν να μην έφτανε αυτό, εξ-αμερικανίσανε και το φινάλε κάνοντας το πιο mainstream και πιο multiplex-friendly, χαραμίζοντας και τη μοναδική ευκαιρία που είχαν να δημιουργήσουν κάτι πιο ανατρεπτικό και ίσως, πιο σοκαριστικό.
Το Silent House είναι επίσης, η επιστροφή του σκηνοθετικού ζεύγους με ένα χαμηλού προϋπολογισμού σκηνοθετικό τέχνασμα, και η προσπάθεια τους να πείσουν τους θεατές ότι βλέπουν 80 λεπτά αδιάκοπου τρόμου.
Κι εκεί απέτυχαν.
Τα μαύρα κενά είναι πιο μεγάλα κι ευδιάκριτα απ΄ότι στο original, άρα η πιθανότητα να μας δουλεύουν (και να μην είναι γυρισμένο σερί επί 80 λεπτά μονοπλάνο) είναι μεγαλύτερη.
Βεβαίως και χρειάζονται κάποια εύσημα για τη προσπάθεια, καθώς πριν από τα black-outs κυλάει πολύς χρόνος χωρίς να κλείσει η κάμερα, τη στιγμή που και ιστορικά να το δεις, κοτζάμ Alfred Hitchcock το έκανε μόνο 10’ στο Rope.
Αξίζει όμως όλος αυτός ο κόπος για αυτό το επίτευγμα;
Ασφαλώς όχι.
Αφιερώνοντας το Σαββατοκύριακο στον καθαρισμό ενός παλιού σπιτιού στη μέση του πουθενά, η Sarah (Elizabeth Olsen, Martha Marcy May Marlene), ο πατέρας της John (Adam Trese) και ο θείος της Peter (Eric Sheffer Stevens, Julie & Julia), έρχονται αντιμέτωποι με μια εξαθλιωμένη κατοικία με σοβαρά προβλήματα μούχλας.
Ετοιμάζονται να βολευτούν για τη νύχτα, όταν η Sarah χαιρετίζει τη Sophia (Julia Taylor Ross), μια παλιά παιδική της φίλη που παρουσιάζεται από το πουθενά και την καλεί για ένα βράδυ εξόδου.
Σύντομα, η Sarah θα επιστρέψει στο εσωτερικό της κατοικίας, θα ακούσει θορύβους από τη σοφίτα και θα επιμείνει στον John να πάει να το ελέγξει.
Όταν ο πατέρας της βρίσκεται άγρια χτυπημένος, μία πανικόβλητη Sarah θα αρχίσει την αναζήτηση μιας διεξόδου από το – κλειδωμένο πια – σπίτι, αποφεύγοντας τον μυστήριο άνδρα που σουλατσάρει απρόσκλητος στα δωμάτια και κυνηγάει τη Sarah.
Ελαφρώς αλλαγμένο το στόρι, εντελώς αλλαγμένο το φινάλε, πιο mainstream η τελική αναμέτρηση από το original.
Το μόνο που κάνει αυτή την εκδοχή ανεχτή είναι η ερμηνεία της Elizabeth Olsen.
Δεν κάνει τίποτα το εξαιρετικό, αλλά το να παίζεις χωρίς διακοπή για μεγάλο χρονικό διάστημα (αλλά όχι 80’) σε τέτοια επίπεδα, θέλει ταλέντο αν μη τι άλλο.
Να πω την αμαρτία μου, κάνει την ίδια καλή δουλειά που έκανε και η Florencia Collucci στο original, μόνο που την Olsen τη προσέχεις περισσότερο.
Πρέπει ωστόσο να πω ότι το remake κυλάει ελαφρώς γρηγορότερα από το original και προσθέτει περισσότερες surreal σκηνές, αλλά το ‘στρογγυλοποιημένο’ φινάλε του θα απογοητεύσει όσους είδαν το original.
Οι υπόλοιποι θα αδιαφορήσετε.
Άλλη μία απόδειξη ελλείψεων ιδεών, άλλο ένα αχρείαστο remake, άλλο ένα worst-than-original αμερικανοποιημένο θρίλερ.
Και κάτι μου λέει πως δε θα είναι το τελευταίο.
Λαμβάνοντας υπόψη το buzz που περιέβαλε η ταινία τους (με δυο δύτες στη μέση του ωκεανού), είναι λίγο περίεργο το γεγονός ότι το δίδυμο δεν έκανε τίποτε άλλο όλα αυτά τα χρόνια, παραλείποντας να χρησιμοποιήσουν τη δυναμική που είχαν τότε.
Και ξαφνικά, τους έρχεται η ιδέα να κάνουν το remake ενός μέτριου γενικά φιλμ από την Ουρουγουάη, κι ενώ έχουν περάσει μόνο λίγοι μήνες από τη προβολή του στις αίθουσες, μόνο και μόνο για να δοκιμάσουν τη τύχη τους στο one-shot gimmick.
Τι ανόητη ιδέα!
Το La Casa Muda του Gustavo Hernandez ήταν μια ταινία κλειστοφοβική, που εξελίσσονταν εξ ολοκλήρου σε ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό φωτισμό – άρα σκοτεινή στη μεγαλύτερη διάρκεια της, και που βασίζονταν στο ανατρεπτικό του τέλος (το οποίο, μεταξύ μας, ήταν για γέλια, διαβάστε το review εδώ).
Μα το κυριότερο είναι ότι δεν προλάβαμε να το ξεχάσουμε (μερικοί δε θα πρόλαβαν να το δουν ακόμα) και έσκασε μύτη το remake.
Πείτε μου, αλήθεια, υπάρχει κάποιος λόγος για να κάνεις remake μια ταινία όπου η ανατροπή είναι όλα τα λεφτά (φραγκοδίφραγκα, μη φανταστείτε καμιά περιουσία) …ένα χρόνο μετά το original;
Το αποτέλεσμα αποδεικνύει πως όχι.
Όσοι έχουν δει το original, δεν υπάρχει κανένας λόγος να δείτε μια χειρότερη εκδοχή της, λίγο καιρό αργότερα.
Σαν να μην έφτανε αυτό, εξ-αμερικανίσανε και το φινάλε κάνοντας το πιο mainstream και πιο multiplex-friendly, χαραμίζοντας και τη μοναδική ευκαιρία που είχαν να δημιουργήσουν κάτι πιο ανατρεπτικό και ίσως, πιο σοκαριστικό.
Το Silent House είναι επίσης, η επιστροφή του σκηνοθετικού ζεύγους με ένα χαμηλού προϋπολογισμού σκηνοθετικό τέχνασμα, και η προσπάθεια τους να πείσουν τους θεατές ότι βλέπουν 80 λεπτά αδιάκοπου τρόμου.
Κι εκεί απέτυχαν.
Τα μαύρα κενά είναι πιο μεγάλα κι ευδιάκριτα απ΄ότι στο original, άρα η πιθανότητα να μας δουλεύουν (και να μην είναι γυρισμένο σερί επί 80 λεπτά μονοπλάνο) είναι μεγαλύτερη.
Βεβαίως και χρειάζονται κάποια εύσημα για τη προσπάθεια, καθώς πριν από τα black-outs κυλάει πολύς χρόνος χωρίς να κλείσει η κάμερα, τη στιγμή που και ιστορικά να το δεις, κοτζάμ Alfred Hitchcock το έκανε μόνο 10’ στο Rope.
Αξίζει όμως όλος αυτός ο κόπος για αυτό το επίτευγμα;
Ασφαλώς όχι.
Αφιερώνοντας το Σαββατοκύριακο στον καθαρισμό ενός παλιού σπιτιού στη μέση του πουθενά, η Sarah (Elizabeth Olsen, Martha Marcy May Marlene), ο πατέρας της John (Adam Trese) και ο θείος της Peter (Eric Sheffer Stevens, Julie & Julia), έρχονται αντιμέτωποι με μια εξαθλιωμένη κατοικία με σοβαρά προβλήματα μούχλας.
Ετοιμάζονται να βολευτούν για τη νύχτα, όταν η Sarah χαιρετίζει τη Sophia (Julia Taylor Ross), μια παλιά παιδική της φίλη που παρουσιάζεται από το πουθενά και την καλεί για ένα βράδυ εξόδου.
Σύντομα, η Sarah θα επιστρέψει στο εσωτερικό της κατοικίας, θα ακούσει θορύβους από τη σοφίτα και θα επιμείνει στον John να πάει να το ελέγξει.
Όταν ο πατέρας της βρίσκεται άγρια χτυπημένος, μία πανικόβλητη Sarah θα αρχίσει την αναζήτηση μιας διεξόδου από το – κλειδωμένο πια – σπίτι, αποφεύγοντας τον μυστήριο άνδρα που σουλατσάρει απρόσκλητος στα δωμάτια και κυνηγάει τη Sarah.
Ελαφρώς αλλαγμένο το στόρι, εντελώς αλλαγμένο το φινάλε, πιο mainstream η τελική αναμέτρηση από το original.
Το μόνο που κάνει αυτή την εκδοχή ανεχτή είναι η ερμηνεία της Elizabeth Olsen.
Δεν κάνει τίποτα το εξαιρετικό, αλλά το να παίζεις χωρίς διακοπή για μεγάλο χρονικό διάστημα (αλλά όχι 80’) σε τέτοια επίπεδα, θέλει ταλέντο αν μη τι άλλο.
Να πω την αμαρτία μου, κάνει την ίδια καλή δουλειά που έκανε και η Florencia Collucci στο original, μόνο που την Olsen τη προσέχεις περισσότερο.
Πρέπει ωστόσο να πω ότι το remake κυλάει ελαφρώς γρηγορότερα από το original και προσθέτει περισσότερες surreal σκηνές, αλλά το ‘στρογγυλοποιημένο’ φινάλε του θα απογοητεύσει όσους είδαν το original.
Οι υπόλοιποι θα αδιαφορήσετε.
Άλλη μία απόδειξη ελλείψεων ιδεών, άλλο ένα αχρείαστο remake, άλλο ένα worst-than-original αμερικανοποιημένο θρίλερ.
Και κάτι μου λέει πως δε θα είναι το τελευταίο.
Silent House trailer από Horrorant
Post a Comment