Οι Εισβολείς - Intruders review
Τελευταία παρατηρείται όλο και συχνότερα το φαινόμενο της συμμετοχής μεγάλων stars της κινηματογραφικής βιομηχανίας σε horror παραγωγές.
Από παλιά ήταν γνωστό πως μια τέτοια κίνηση είναι ικανή να καταστρέψει μια καριέρα (με πιο πρόσφατο παράδειγμα το Dark Tide της Halle Berry), αλλά από την άλλη μπορεί και να την αναστήσει (βλέπε Bruce Willis και Sixth Sense).
Σίγουρα θα λέγαμε πως μια τέτοια επιλογή, ειδικά για όσους δεν μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιου είδους κινήσεις, αποτελεί δίκοπο μαχαίρι, αφετέρου όμως υποδηλώνει τολμηρότητα, θάρρος και εξέλιξη, αρετές που εκλείπουν στους σημερινούς stars.
Μια τέτοια στροφή στην καριέρα του θα λέγαμε πως επιχειρεί να κάνει και ο πάντα προσεχτικός στις επιλογές του Clive Owen με το Intruders.
Με τον σκηνοθέτη του 28 Weeks Later, Juan Carlos Fresnadillo στο πλευρό του και με ένα σχετικά υψηλό budjet, σίγουρα δεν είχε πολλά να φοβάται.
Κρίνοντας όμως εκ του αποτελέσματος θα έλεγα πως θα έπρεπε, μιας και το Intruders παρά τις καλές του προθέσεις και τα θετικά του στοιχεία, αποδεικνύεται αδύναμο και παραπλανητικό.
Από παλιά ήταν γνωστό πως μια τέτοια κίνηση είναι ικανή να καταστρέψει μια καριέρα (με πιο πρόσφατο παράδειγμα το Dark Tide της Halle Berry), αλλά από την άλλη μπορεί και να την αναστήσει (βλέπε Bruce Willis και Sixth Sense).
Σίγουρα θα λέγαμε πως μια τέτοια επιλογή, ειδικά για όσους δεν μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιου είδους κινήσεις, αποτελεί δίκοπο μαχαίρι, αφετέρου όμως υποδηλώνει τολμηρότητα, θάρρος και εξέλιξη, αρετές που εκλείπουν στους σημερινούς stars.
Μια τέτοια στροφή στην καριέρα του θα λέγαμε πως επιχειρεί να κάνει και ο πάντα προσεχτικός στις επιλογές του Clive Owen με το Intruders.
Με τον σκηνοθέτη του 28 Weeks Later, Juan Carlos Fresnadillo στο πλευρό του και με ένα σχετικά υψηλό budjet, σίγουρα δεν είχε πολλά να φοβάται.
Κρίνοντας όμως εκ του αποτελέσματος θα έλεγα πως θα έπρεπε, μιας και το Intruders παρά τις καλές του προθέσεις και τα θετικά του στοιχεία, αποδεικνύεται αδύναμο και παραπλανητικό.
Στην Ισπανία, ο μικρός Χουάν (Izan Corchero) βασανίζεται κατ’ εξακολούθηση από νυχτερινούς εφιάλτες.
Μια απρόσωπη φιγούρα τον επισκέπτεται τα βράδια για να του κλέψει το πρόσωπο και την ψυχή, τρομοκρατώντας τον ίδιο αλλά και τη μητέρα του (Pilar Lopez de Ayala) που όχι μόνο αρχίζει να βλέπει την απειλητική μορφή αλλά δέχεται και επίθεση.
Από την άλλη, στο Λονδίνο, ένα δωδεκάχρονο κορίτσι με το όνομα Mia (Ella Purnell) αρχίζει να έχει παρόμοιους εφιάλτες, ύστερα από την ανακάλυψη ενός ξεθωριασμένου γράμματος, που βρήκε τυχαία στον κορμό ενός δέντρου.
Μια απρόσωπη φιγούρα τον επισκέπτεται τα βράδια για να του κλέψει το πρόσωπο και την ψυχή, τρομοκρατώντας τον ίδιο αλλά και τη μητέρα του (Pilar Lopez de Ayala) που όχι μόνο αρχίζει να βλέπει την απειλητική μορφή αλλά δέχεται και επίθεση.
Από την άλλη, στο Λονδίνο, ένα δωδεκάχρονο κορίτσι με το όνομα Mia (Ella Purnell) αρχίζει να έχει παρόμοιους εφιάλτες, ύστερα από την ανακάλυψη ενός ξεθωριασμένου γράμματος, που βρήκε τυχαία στον κορμό ενός δέντρου.
Το νεαρό κορίτσι αρχίζει να μην κοιμάται τα βράδια, κάνοντας λόγο για μια ίδια τρομαχτική φιγούρα - γνωστή και ως Hollowface - που κρύβεται στο σκοτεινότερο σημείο του δωματίου της, περιμένοντας να της πάρει την ψυχή.
Όπως είναι φυσικό, η συμπεριφορά της θορυβεί τους γονείς της και κυρίως τον πατέρα της (Clive Owen), ο οποίος προσπαθεί να την ηρεμήσει με ανορθόδοξους ομολογουμένως τρόπους, προκαλώντας την οργή της συζύγου του (Carice van Houten).
Από το σημείο αυτό και μετά μεταφερόμαστε τη μια στιγμή στην Ισπανία και την άλλη στην Αγγλία, παρακολουθώντας παράλληλα τις ιστορίες των δύο παιδιών, καθώς και τις ενέργειες των γονιών τους.
Και ενώ η μητέρα του Χουάν φέρνει έναν ιερέα (Daniel Bruhl) για να μιλήσει στο παιδί, με σκοπό να το βοηθήσει να διώξει το δαίμονα, ο μπαμπάς της Mia εγκαθιστά κάμερες παρακολούθησης ύστερα από τη μάχη σώμα με σώμα που έδωσε με τον μυστήριο εισβολέα που κρυβόταν στο δωμάτιο της.
Όσο όμως οι δυο γονείς κάνουν προσπάθειες να σώσουν τα παιδιά τους, τα οράματα αρχίζουν να πληθαίνουν και οι εμφανίσεις του τρομαχτικού δαίμονα να γίνονται τακτικότερες και επιθετικότερες.
Άραγε ό,τι βλέπουν υπάρχει στ’ αλήθεια ή όλα ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας τους;
Για να το μάθετε θα πρέπει να περιμένετε μέχρι το φινάλε, όπου οι δύο ιστορίες θα γίνουν μια, και αλληλοσυμπληρώνοντας η μία την άλλη, θα ρίξουν φως σε όλα τα σκοτεινά σημεία, αποκαλύπτοντας την πραγματική διάσταση των γεγονότων.
Όπως είναι φυσικό, η συμπεριφορά της θορυβεί τους γονείς της και κυρίως τον πατέρα της (Clive Owen), ο οποίος προσπαθεί να την ηρεμήσει με ανορθόδοξους ομολογουμένως τρόπους, προκαλώντας την οργή της συζύγου του (Carice van Houten).
Από το σημείο αυτό και μετά μεταφερόμαστε τη μια στιγμή στην Ισπανία και την άλλη στην Αγγλία, παρακολουθώντας παράλληλα τις ιστορίες των δύο παιδιών, καθώς και τις ενέργειες των γονιών τους.
Και ενώ η μητέρα του Χουάν φέρνει έναν ιερέα (Daniel Bruhl) για να μιλήσει στο παιδί, με σκοπό να το βοηθήσει να διώξει το δαίμονα, ο μπαμπάς της Mia εγκαθιστά κάμερες παρακολούθησης ύστερα από τη μάχη σώμα με σώμα που έδωσε με τον μυστήριο εισβολέα που κρυβόταν στο δωμάτιο της.
Όσο όμως οι δυο γονείς κάνουν προσπάθειες να σώσουν τα παιδιά τους, τα οράματα αρχίζουν να πληθαίνουν και οι εμφανίσεις του τρομαχτικού δαίμονα να γίνονται τακτικότερες και επιθετικότερες.
Άραγε ό,τι βλέπουν υπάρχει στ’ αλήθεια ή όλα ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας τους;
Για να το μάθετε θα πρέπει να περιμένετε μέχρι το φινάλε, όπου οι δύο ιστορίες θα γίνουν μια, και αλληλοσυμπληρώνοντας η μία την άλλη, θα ρίξουν φως σε όλα τα σκοτεινά σημεία, αποκαλύπτοντας την πραγματική διάσταση των γεγονότων.
Το Intruders ενώ ξεκινά ως ένα πολλά υποσχόμενο παραφυσικό θρίλερ, με όλα τα γνωστά συστατικά του είδους, καταλήγει σε ένα αξιοπρεπές μεν, αλλά υπερφίαλο, γλυκερό ψυχολογικό δράμα, που προσπαθεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα βάσει της λογικής και της επιστήμης.
Θυμίζοντας σε αρκετά σημεία παλιότερες επιτυχημένες (The Devil’s Backbone) ή λιγότερο επιτυχημένες (Boogeyman) προσπάθειες, η ταινία του ισπανού σκηνοθέτη επιχειρεί να μιλήσει για τους παιδικούς φόβους που όλοι έχουμε μέσα μας, φόβοι που χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει μας σημαδεύουν και μας κατατρέχουν για μια ζωή.
Με την ευλογία ενός πολύ καλού καστ και ενός χαρισματικού σκηνοθέτη στις αποσκευές του, το φιλμ πετυχαίνει από νωρίς να χτίσει την απαραίτητη δυσοίωνη ατμόσφαιρα, τραβώντας έτσι σχετικά γρήγορα την προσοχή του θεατή.
Από την άλλη όμως η τόσο καλή προσπάθεια που γίνεται στο να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα και αγωνία αρχίζει σταδιακά να χάνεται και να υποβαθμίζεται από την τόσο άτσαλη μεταπήδηση μεταξύ των παράλληλων ιστοριών, που δημιουργούν ούτε λίγο ούτε πολύ, πρόβλημα στο ρυθμό της αφήγησης.
Εκτός όμως από τη προβληματική αφήγηση που πολλές φορές μπερδεύει τα πράγματα, ανάλογο πρόβλημα εντοπίζεται και στα ειδικά εφέ του πλάσματος, κάνοντας το να μοιάζει περισσότερο με αυτό που είναι, δηλαδή ένα κατασκεύασμα των υπολογιστών, παρά με τρομαχτικό παιδικό εφιάλτη.
Και ενώ η δράση συνεχίζεται με τον απρόσωπο δαίμονα να κάνει όλο και πιο συχνή την παρουσία του, έρχεται το θεωρητικά ανατρεπτικό φινάλε που ισοπεδώνει τα πρώτα 2/3 της ταινίας μέσα από μια πρωτοφανή επίδειξη ορθολογισμού.
Μετά από τόσα και τόσα παρόμοιου ύφους θρίλερ, θεωρώ πως οι περισσότεροι θεατές – ειδικά οι μυημένοι στο είδος - όχι μόνο θα καταλάβουν από νωρίς το συσχετισμό των δύο ιστοριών αλλά και θα βρουν προβλέψιμες ή έστω θα νιώσουν ελάχιστη έκπληξη όταν μάθουν τις τελικές εξηγήσεις.
Προσωπικά όσο προσπάθησα να δεχτώ και να συμπαθήσω την τελική ανατροπή στην υπόθεση, τόσο ξενέρωσα με την τελική έκβαση της ιστορίας - spoiler - στην οποία η αγία αμερικανική οικογένεια αφού εξοντώνει το κακό με συνοπτικές (και καθόλου πειστικές) διαδικασίες, ανακουφισμένη αγκαλιάζεται στοργικά στο κρεβάτι, απολαμβάνοντας το δικό της happy end.
Τι κι αν η υπέροχη τελευταία σκηνή με τον φλεγόμενο κουκουλοφόρο δαίμονα προσπάθησε να δώσει μια τελευταίας στιγμής νότα μεταφυσικού, δεν κατάφερε να μου σβήσει την αίσθηση ανικανοποίητου και απογοήτευσης που ένιωθα.
Κλείνοντας θα έλεγα πως το Intruders είναι για μια ακόμη φορά, μια ταινία που θα διχάσει.
Κι αυτό γιατί με την αλλαγή στην εξέλιξη πολλοί θα θεωρήσουν πως εξαπατήθηκαν.
Πέρα απ’ αυτό όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προσθήκη στο είδος, η οποία παρά τα προβλέψιμα και προβληματικά σημεία της, ως γενικό αποτέλεσμα καταφέρνει να σωθεί.
Δεν ξέρω αν μπείτε στη διαδικασία να δείτε το φιλμ, πάντως αν αυτό συμβεί θα με ενδιέφερε πολύ να ακούσω και τη δική σας άποψη…
Θυμίζοντας σε αρκετά σημεία παλιότερες επιτυχημένες (The Devil’s Backbone) ή λιγότερο επιτυχημένες (Boogeyman) προσπάθειες, η ταινία του ισπανού σκηνοθέτη επιχειρεί να μιλήσει για τους παιδικούς φόβους που όλοι έχουμε μέσα μας, φόβοι που χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει μας σημαδεύουν και μας κατατρέχουν για μια ζωή.
Με την ευλογία ενός πολύ καλού καστ και ενός χαρισματικού σκηνοθέτη στις αποσκευές του, το φιλμ πετυχαίνει από νωρίς να χτίσει την απαραίτητη δυσοίωνη ατμόσφαιρα, τραβώντας έτσι σχετικά γρήγορα την προσοχή του θεατή.
Από την άλλη όμως η τόσο καλή προσπάθεια που γίνεται στο να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα και αγωνία αρχίζει σταδιακά να χάνεται και να υποβαθμίζεται από την τόσο άτσαλη μεταπήδηση μεταξύ των παράλληλων ιστοριών, που δημιουργούν ούτε λίγο ούτε πολύ, πρόβλημα στο ρυθμό της αφήγησης.
Εκτός όμως από τη προβληματική αφήγηση που πολλές φορές μπερδεύει τα πράγματα, ανάλογο πρόβλημα εντοπίζεται και στα ειδικά εφέ του πλάσματος, κάνοντας το να μοιάζει περισσότερο με αυτό που είναι, δηλαδή ένα κατασκεύασμα των υπολογιστών, παρά με τρομαχτικό παιδικό εφιάλτη.
Και ενώ η δράση συνεχίζεται με τον απρόσωπο δαίμονα να κάνει όλο και πιο συχνή την παρουσία του, έρχεται το θεωρητικά ανατρεπτικό φινάλε που ισοπεδώνει τα πρώτα 2/3 της ταινίας μέσα από μια πρωτοφανή επίδειξη ορθολογισμού.
Μετά από τόσα και τόσα παρόμοιου ύφους θρίλερ, θεωρώ πως οι περισσότεροι θεατές – ειδικά οι μυημένοι στο είδος - όχι μόνο θα καταλάβουν από νωρίς το συσχετισμό των δύο ιστοριών αλλά και θα βρουν προβλέψιμες ή έστω θα νιώσουν ελάχιστη έκπληξη όταν μάθουν τις τελικές εξηγήσεις.
Προσωπικά όσο προσπάθησα να δεχτώ και να συμπαθήσω την τελική ανατροπή στην υπόθεση, τόσο ξενέρωσα με την τελική έκβαση της ιστορίας - spoiler - στην οποία η αγία αμερικανική οικογένεια αφού εξοντώνει το κακό με συνοπτικές (και καθόλου πειστικές) διαδικασίες, ανακουφισμένη αγκαλιάζεται στοργικά στο κρεβάτι, απολαμβάνοντας το δικό της happy end.
Τι κι αν η υπέροχη τελευταία σκηνή με τον φλεγόμενο κουκουλοφόρο δαίμονα προσπάθησε να δώσει μια τελευταίας στιγμής νότα μεταφυσικού, δεν κατάφερε να μου σβήσει την αίσθηση ανικανοποίητου και απογοήτευσης που ένιωθα.
Κλείνοντας θα έλεγα πως το Intruders είναι για μια ακόμη φορά, μια ταινία που θα διχάσει.
Κι αυτό γιατί με την αλλαγή στην εξέλιξη πολλοί θα θεωρήσουν πως εξαπατήθηκαν.
Πέρα απ’ αυτό όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προσθήκη στο είδος, η οποία παρά τα προβλέψιμα και προβληματικά σημεία της, ως γενικό αποτέλεσμα καταφέρνει να σωθεί.
Δεν ξέρω αν μπείτε στη διαδικασία να δείτε το φιλμ, πάντως αν αυτό συμβεί θα με ενδιέφερε πολύ να ακούσω και τη δική σας άποψη…
Intruders trailer από FilmBoy-gr
Post a Comment