Grave Encounters review
Γράφει ο Κωνσταντίνος Χατζηπαπάς.
Το να κρίνεις άσχημα τα νεότερα παράγωγα ενός είδους που κάποτε έκαναν την έκπληξη και έφεραν στοιχεία καινούργια στον χώρο του τρόμου – μιλάω φυσικά για τα found footage horror – θα έχανε τη σημασία του αν δεν υπήρχαν και περιπτώσεις που αναγνώριζες την καλή προσπάθεια.
Ένα τέτοιο ήταν το Atrocious (by the way, δίνω μάχη για μια τεράστια αποκλειστικότητα για αυτό), μια καλή προσπάθεια με ένα συμπαθητικό αποτέλεσμα.
Πολύ σπάνια όμως έρχεται η στιγμή που μπορείς να πεις με σιγουριά – και χωρίς να φοβάσαι μη θεωρηθείς ιερόσυλος – ότι ένα φιλμ είναι αντάξιο των προκατόχων του (βλ. Blair Witch Project, Cloverfield).
Μία τέτοια στιγμή είναι σήμερα.
Το Καναδικό Grave Encounters των Vicious Brothers είναι ένα πολύ καλό found footage horror movie.
Η ταινία ξεκινάει με τον υποτιθέμενο παραγωγό ενός τηλεοπτικού σόου με τίτλο ‘Grave Encounters’ ο οποίος μας εξηγεί ότι η εκπομπή είχε μεγάλη επιτυχία στα 5 επεισόδια που κράτησε, καθώς το 6ο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ωστόσο, αυτό που θα δούμε είναι ένα video από 76 ωρών αμοντάριστο υλικό από την τελευταία τους εκπομπή.
Το concept της εκπομπής είναι απλό...
Ο παρουσιαστής Lance Preston (Sean Rogerson) και οι συνεργάτες του - που αποτελούνται από έναν τεχνικό υπεύθυνο για τις κάμερες και τα gadgets παρακολούθησης (Juan Riedinger), δύο καμεραμεν (Merwin Mondesir και Ashleigh Gryzko) και έναν υποτιθέμενο μέντιουμ (Mackenzie Gray) – επισκέπτονται έρημα μέρη που θεωρούνται στοιχειωμένα, κλειδώνονται για έξι ώρες μέσα και προσπαθούν να βρουν και να καταγράψουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη φαντασμάτων.
Αυτή τη φορά, σειρά έχει το Collingwood Psychiatric Hospital, ένα τρελάδικο που λειτουργούσε από το 1895 και έκλεισε το 1960 όταν ο διαβόητος γιατρός που έκανε λοβοτομές στους ασθενείς, δολοφονήθηκε άγρια από τους ίδιους τους τροφίμους της κλινικής.
Συμφωνούμε φαντάζομαι ότι το όλο set up είναι έξυπνο και βολικό για found footage.
Θα συμφωνήσουμε νομίζω και στην ομοιότητα του με το Session 9 του 2001, ναι μοιάζει πολύ θεματικά.
Πέρα από αυτά τα γενικά, και εκτός από κάποια μικρά λαθάκια/χαζομαρούλες που τελικά είναι αδύνατον να αποφύγεις, το Grave Encounters έχει πολλές ιδέες και τις αξιοποιεί όλες σωστά.
Ξεκινώντας από τους χαρακτήρες, υπάρχει μια λεπτομέρεια που δεν σας είπα ακόμα.
Οι πέντε είναι απατεώνες.
Δεν πιστεύουν στα φαντάσματα και όταν δε βρίσκουν τίποτα (μας δίνεται η εντύπωση από τους ίδιους ότι δεν έχουν βρει ποτέ κάτι σοβαρό) ‘κατασκευάζουν’ αποδείξεις, δωροδοκούν γείτονες για ψευδές μαρτυρίες και φτιάχνουν ήχους που υποτίθεται ανήκουν σε πνεύματα.
Με αυτό το τρικ, οι Vicious brothers κερδίζουν πολύτιμο χρόνο.
Οι τύποι δεν πιστεύουν στα φαντάσματα, οπότε με το πρώτο paranormal που τους συμβαίνει αρχίζουν να ψάχνουν εξόδους διαφυγής (κλειδωμένοι, θυμάστε;), έτσι η δράση αρχίζει νωρίς.
Στους χαρακτήρες όμως υπάρχει και το μοναδικό αρνητικό της ταινίας, καθώς ειδικά ο παρουσιαστής είναι υπερβολικά κυνικός σε ότι αφορα τα φαντάσματα και τον χώρο γενικότερα.
Βρίσκεται κλειδωμένος σε ένα σκοτεινό πρώην τρελάδικο γεμάτο ήχους και κοροϊδεύει τα πάντα χωρίς ίχνος φόβου ή έστω κάποιου είδους σεβασμού (α, εδώ σφαγιάστηκε η κοπέλα; Χα χα!).
Κάποιος που κάνει αυτή τη δουλειά, να κυνηγάει φαντάσματα δηλαδή, όσο άπιστος και να είναι, μια ανατριχίλα θα την έχει εκεί μέσα, δε μπορεί.
Ένας ένας το συνεργείο εξαφανίζεται και …είναι απίστευτο πόσες εκπλήξεις μπορούν να σου προσφέρουν δημιουργικά μυαλά όπως αυτά των Colin Minihan και Stuart Ortiz (δυο νεαροί emo που κάνουν καριέρα ως The Vicious Brothers).
Οι περισσότερες τρομακτικές σκηνές (και είναι πολλές, πολύ περισσότερες από πολλά μοντέρνα found footage μαζί) είναι πρωτότυπες και σίγουρα δεν τις έχουμε ξαναδεί σε στοιχειωμένα σπίτια-νοσοκομεία-δάση κλπ.
Μια εξαίρεση μόνο με μια γελοία σκηνή με μαύρα χέρια…
Η σκηνοθεσία είναι αρκετά φωτεινή (αν σκεφτείς ότι δεν υπάρχει φως και τη δουλειά την κάνουν οι κάμερες του συνεργείου και κάνα δυο προβολείς, είναι φωτισμένο μια χαρά) και το σενάριο ‘τρέχει’ γρήγορα χωρίς περιττές παύσεις - και όταν μπαίνει και το sci fi στοιχείο, καταλαβαίνεις ότι το Grave Encounters δεν έχει καμία σχέση με ό,τι άλλο παρόμοιο έχεις δει μέχρι τώρα.
Με καίει που δεν μπορώ να σας αποκαλύψω το twilight zone-τρικ που χρησιμοποιούν πολύ εύστοχα, αλλά καλύτερα να κρατηθώ.
Κάτι άλλο που κάνει το Grave Encounters να ξεχωρίζει από το σωρό, είναι ότι εδώ τα φαντάσματα δεν φοβούνται να αποκαλυφθούν και είναι αιμοδιψή.
Μπορεί να ξεκινάνε κι αυτά με καρέκλες που κουνιούνται και παράθυρα που ανοιγοκλείνουν, αλλά γρήγορα στάζουν αίμα, επιτίθενται και σκοτώνουν.
Αν δεν υπήρχαν κάποιες ‘γκάφες’ στις ερμηνείες και αν ήταν λίγο πιο καλογραμμένοι οι χαρακτήρες, το Grave Encounters θα ήταν ένα σπουδαίο φιλμ τρόμου.
Με το μεγάλο ελαφρυντικό ότι δεν θέλει να περάσει για ‘real events’, αυτά μπορείς να τα ξεχάσεις εύκολα.
Εντάξει, δεν είναι [REC], αλλά ποιο είναι;
Το να κρίνεις άσχημα τα νεότερα παράγωγα ενός είδους που κάποτε έκαναν την έκπληξη και έφεραν στοιχεία καινούργια στον χώρο του τρόμου – μιλάω φυσικά για τα found footage horror – θα έχανε τη σημασία του αν δεν υπήρχαν και περιπτώσεις που αναγνώριζες την καλή προσπάθεια.
Ένα τέτοιο ήταν το Atrocious (by the way, δίνω μάχη για μια τεράστια αποκλειστικότητα για αυτό), μια καλή προσπάθεια με ένα συμπαθητικό αποτέλεσμα.
Πολύ σπάνια όμως έρχεται η στιγμή που μπορείς να πεις με σιγουριά – και χωρίς να φοβάσαι μη θεωρηθείς ιερόσυλος – ότι ένα φιλμ είναι αντάξιο των προκατόχων του (βλ. Blair Witch Project, Cloverfield).
Μία τέτοια στιγμή είναι σήμερα.
Το Καναδικό Grave Encounters των Vicious Brothers είναι ένα πολύ καλό found footage horror movie.
Η ταινία ξεκινάει με τον υποτιθέμενο παραγωγό ενός τηλεοπτικού σόου με τίτλο ‘Grave Encounters’ ο οποίος μας εξηγεί ότι η εκπομπή είχε μεγάλη επιτυχία στα 5 επεισόδια που κράτησε, καθώς το 6ο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ωστόσο, αυτό που θα δούμε είναι ένα video από 76 ωρών αμοντάριστο υλικό από την τελευταία τους εκπομπή.
Το concept της εκπομπής είναι απλό...
Ο παρουσιαστής Lance Preston (Sean Rogerson) και οι συνεργάτες του - που αποτελούνται από έναν τεχνικό υπεύθυνο για τις κάμερες και τα gadgets παρακολούθησης (Juan Riedinger), δύο καμεραμεν (Merwin Mondesir και Ashleigh Gryzko) και έναν υποτιθέμενο μέντιουμ (Mackenzie Gray) – επισκέπτονται έρημα μέρη που θεωρούνται στοιχειωμένα, κλειδώνονται για έξι ώρες μέσα και προσπαθούν να βρουν και να καταγράψουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη φαντασμάτων.
Αυτή τη φορά, σειρά έχει το Collingwood Psychiatric Hospital, ένα τρελάδικο που λειτουργούσε από το 1895 και έκλεισε το 1960 όταν ο διαβόητος γιατρός που έκανε λοβοτομές στους ασθενείς, δολοφονήθηκε άγρια από τους ίδιους τους τροφίμους της κλινικής.
Συμφωνούμε φαντάζομαι ότι το όλο set up είναι έξυπνο και βολικό για found footage.
Θα συμφωνήσουμε νομίζω και στην ομοιότητα του με το Session 9 του 2001, ναι μοιάζει πολύ θεματικά.
Πέρα από αυτά τα γενικά, και εκτός από κάποια μικρά λαθάκια/χαζομαρούλες που τελικά είναι αδύνατον να αποφύγεις, το Grave Encounters έχει πολλές ιδέες και τις αξιοποιεί όλες σωστά.
Ξεκινώντας από τους χαρακτήρες, υπάρχει μια λεπτομέρεια που δεν σας είπα ακόμα.
Οι πέντε είναι απατεώνες.
Δεν πιστεύουν στα φαντάσματα και όταν δε βρίσκουν τίποτα (μας δίνεται η εντύπωση από τους ίδιους ότι δεν έχουν βρει ποτέ κάτι σοβαρό) ‘κατασκευάζουν’ αποδείξεις, δωροδοκούν γείτονες για ψευδές μαρτυρίες και φτιάχνουν ήχους που υποτίθεται ανήκουν σε πνεύματα.
Με αυτό το τρικ, οι Vicious brothers κερδίζουν πολύτιμο χρόνο.
Οι τύποι δεν πιστεύουν στα φαντάσματα, οπότε με το πρώτο paranormal που τους συμβαίνει αρχίζουν να ψάχνουν εξόδους διαφυγής (κλειδωμένοι, θυμάστε;), έτσι η δράση αρχίζει νωρίς.
Στους χαρακτήρες όμως υπάρχει και το μοναδικό αρνητικό της ταινίας, καθώς ειδικά ο παρουσιαστής είναι υπερβολικά κυνικός σε ότι αφορα τα φαντάσματα και τον χώρο γενικότερα.
Βρίσκεται κλειδωμένος σε ένα σκοτεινό πρώην τρελάδικο γεμάτο ήχους και κοροϊδεύει τα πάντα χωρίς ίχνος φόβου ή έστω κάποιου είδους σεβασμού (α, εδώ σφαγιάστηκε η κοπέλα; Χα χα!).
Κάποιος που κάνει αυτή τη δουλειά, να κυνηγάει φαντάσματα δηλαδή, όσο άπιστος και να είναι, μια ανατριχίλα θα την έχει εκεί μέσα, δε μπορεί.
Ένας ένας το συνεργείο εξαφανίζεται και …είναι απίστευτο πόσες εκπλήξεις μπορούν να σου προσφέρουν δημιουργικά μυαλά όπως αυτά των Colin Minihan και Stuart Ortiz (δυο νεαροί emo που κάνουν καριέρα ως The Vicious Brothers).
Οι περισσότερες τρομακτικές σκηνές (και είναι πολλές, πολύ περισσότερες από πολλά μοντέρνα found footage μαζί) είναι πρωτότυπες και σίγουρα δεν τις έχουμε ξαναδεί σε στοιχειωμένα σπίτια-νοσοκομεία-δάση κλπ.
Μια εξαίρεση μόνο με μια γελοία σκηνή με μαύρα χέρια…
Η σκηνοθεσία είναι αρκετά φωτεινή (αν σκεφτείς ότι δεν υπάρχει φως και τη δουλειά την κάνουν οι κάμερες του συνεργείου και κάνα δυο προβολείς, είναι φωτισμένο μια χαρά) και το σενάριο ‘τρέχει’ γρήγορα χωρίς περιττές παύσεις - και όταν μπαίνει και το sci fi στοιχείο, καταλαβαίνεις ότι το Grave Encounters δεν έχει καμία σχέση με ό,τι άλλο παρόμοιο έχεις δει μέχρι τώρα.
Με καίει που δεν μπορώ να σας αποκαλύψω το twilight zone-τρικ που χρησιμοποιούν πολύ εύστοχα, αλλά καλύτερα να κρατηθώ.
Κάτι άλλο που κάνει το Grave Encounters να ξεχωρίζει από το σωρό, είναι ότι εδώ τα φαντάσματα δεν φοβούνται να αποκαλυφθούν και είναι αιμοδιψή.
Μπορεί να ξεκινάνε κι αυτά με καρέκλες που κουνιούνται και παράθυρα που ανοιγοκλείνουν, αλλά γρήγορα στάζουν αίμα, επιτίθενται και σκοτώνουν.
Αν δεν υπήρχαν κάποιες ‘γκάφες’ στις ερμηνείες και αν ήταν λίγο πιο καλογραμμένοι οι χαρακτήρες, το Grave Encounters θα ήταν ένα σπουδαίο φιλμ τρόμου.
Με το μεγάλο ελαφρυντικό ότι δεν θέλει να περάσει για ‘real events’, αυτά μπορείς να τα ξεχάσεις εύκολα.
Εντάξει, δεν είναι [REC], αλλά ποιο είναι;
Grave Encounters trailer 2 από FilmBoy-gr
Post a Comment